-
1 αιματοέσσας
αἱματοέσσᾱς, αἱματόειςblood-red: fem acc plαἱματοέσσᾱς, αἱματόειςblood-red: fem gen sg (doric aeolic) -
2 αἱματοέσσας
αἱματοέσσᾱς, αἱματόειςblood-red: fem acc plαἱματοέσσᾱς, αἱματόειςblood-red: fem gen sg (doric aeolic) -
3 ψιάς
См. также в других словарях:
αἱματοέσσας — αἱματοέσσᾱς , αἱματόεις blood red fem acc pl αἱματοέσσᾱς , αἱματόεις blood red fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιάς — άδος, ἡ, Α σταγόνα («αἱματοέσσας δὲ ψιάδας κατέχευεν ἔραζε [Ζεύς]», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ., όπως και το συνώνυμο ψακάς*, που συνδέεται πιθ. με την οικογένεια τού ψήω* / ψῆν «τρίβω». Το θ. ψι τού τ. παραπέμπει στον σχηματισμό τού ρ. ψίω … Dictionary of Greek