-
1 αιώρημα
-
2 αἰώρημα
-
3 αἰώρημα
-
4 αιωρημα
-
5 αἰώρημα
αἰώρημα, das Aufhängen, die Schwebe; die Todesschlinge -
6 αἰώρημα
A that which is hung up or hovers, Lyc.1080.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰώρημα
-
7 παρ-αιώρημα
παρ-αιώρημα, τό, das daneben oder an der Seite Aufgehängte, Poll. 7, 64 f. l.
-
8 ἀπ-αιώρημα
ἀπ-αιώρημα, τό, das Herabhangende, Hippocr.
-
9 ἐν-αιώρημα
ἐν-αιώρημα, τό, das darin Schwebende, Hippocr.
-
10 ἐώρημα
-
11 κουφιζω
(атт. fut. κουφιῶ)1) быть легкимκουφίζοντα Eur. — нетяжелые вещи, легкая поклажа
2) становиться легче, ослабляться(τὸ πάθος ἐκούφισε Plut.)
κουφίζειν δοκῶ (sc. ἄλγος νόσου) Soph. — мне кажется, что боль (от моего недуга) слабеет3) делать легче, облегчать(τὰ σώματα Arst.)
4) поднимать(τὸν νεκρόν Soph.; ἀσπίδα ἀμφὴ βραχίονα Eur.)
δύστηνον αἰώρημα κ. Eur. — сделать отчаянный прыжок;τῷ πτερῷ κουφίζεσθαι Plat. — взлететь на крыльях5) облегчать от груза, разгружать(τὸ πλοῖον NT.; κουφισθεισῶν τῶν νεῶν Polyb.)
6) ( о денежных обязательствах) облегчать, уменьшать, убавлять(τὰ ὀφλήματα Plut.)
7) ( о должниках) давать льготу, частично освобождатьκ. τὸν δῆμον τῶν εἰσφορῶν Diod. — уменьшать налоговое бремя народа;
κ. τόχων τοὺς χρεωφειλέτας Plut. — освободить должников от уплаты части процентов8) ( о страданиях) облегчать, утолять(συμφορὰς λόγῳ Dem.; τὸ πάθος Plut.)
9) ( о страдающих) помогатьκ. τοὺς νοσοῦντας Plut. — оказывать помощь больным;
κουφίζεσθαι νόσου Eur. — оправляться от болезни;κουφίζονται οἱ λυπούμενοι συναλγούντων τῶν φίλων Arst. — скорбящие утешаются состраданием друзей -
12 ορεγω
(эп. aor. ὄρεξα, pf. pass. ὀρώρεγμαι - эп. 3 л. pl. ὀρωρέχαται; эп. 3 л. pl. ppf. ὀρωρέχατο; adj. verb. ὀρεκτός)1) протягивать, простирать(χεῖρα εἰς οὐρανόν Hom.)
χεῖρας ὀ. τινί Hom. и πρός τινα Pind., Soph., Eur.; — простирать руки к кому-л.;ὀρέγεσθαι χερσί Hom. — тянуться руками;2) протягивать, подавать(κοτύλην καὴ πύρνον Hom.; τέν κύλικα τῷ Σωκράτει Plat.; τινὴ γραμματίδιον Plut.)
; med. брать себе(σῖτον Eur.)
αἰώρημα διὰ δέρης ὀρέξασθαι Eur. — надеть себе петлю на шею3) даровать, ниспосылать(κῦδός τινι Hom.; πλοῦτον Pind.)
ἕν γέ μοι εὖχος ὀρέξατε Soph. — окажите мне одну милость4) med. устремлятьсяἔγχει ὀ. Hom. — выставлять вперед копье;
ποσσὴν ὀρέξασθαι πολεμίζειν Hom. — (о конях) полететь в бой;τρὴς ὀρέξατ΄ ἰών Hom. — трижды шагнул (Посидон);οὗ παιδὸς ὀρέξατο Ἕκτωρ Hom. — к своему ребенку потянулся Гектор5) med. ( ринувшись), наносить удар, поражать, ранить(πρυμνὸν σκέλος, χρόα καλόν Hom.)
6) med. стремиться, желать(ἀληθείας Plat.; δόξης Plut.; γάμων Eur.)
ὀ. τοιοῦτος γενέσθαι Plat. — стремиться стать именно таким (человеком) -
13 αιωρήμασι
-
14 αἰωρήμασι
-
15 αιωρήμασιν
-
16 αἰωρήμασιν
-
17 κουφίζω
I to be light,κουφίζουσαν ἄρουραν Hes.Op. 463
, cf. E.Hel. 1555; of a sufferer, to be relieved,κουφίζειν δοκῶ S.Ph. 735
, cf. Hp.Aph.2.27.II trans., lighten, make light,τὸ κενὸν ἐμπεριλαμβανόμενον κ. τὰ σώματα Arist.Cael. 309a6
:—[voice] Pass., Id.PA 663b13: hence,1 lift up, raise, S.Ant.43, Tr. 1025 (lyr.);αἴρων κουφιῶ σ' ἐγώ Ar.Av. 1762
(lyr.);ἀσπίδ' ἀμφὶ βραχίονι κουφίζων E. Ph. 121
(lyr.); ἅλμα κουφιεῖν make a light leap, S.Aj.l.c.;κ. πήδημα E.El. 861
(lyr.); δύστηνον αἰώρημα κουφίζω, = δύστηνος αἰωροῦμαι, Id.Supp. 1047:—[voice] Pass., to be lifted up, soar, [τῷ πτερῷ] ᾧ ψυχὴ κουφίζεται Pl.Phdr. 248c
, cf. 249a;σώματα -όμενα ὑπὸ τοῦ κύματος Jul.Or.1.27c
.2 lighten of a load, ὄχλου πλήθους τε κ. χθόνα lighten earth of a multitude, E.Hel.40;κουφισθεὶς τοῦ βάρους Thphr. HP4.16.2
: abs., lighten ships of their cargo, ;κουφισθεισῶν τῶν νεῶν Plb.20.5.11
, cf. 1.60.8.b of persons, relieve from burdens, X.Mem.2.7.1, Cyr.6.3.24;τὸν δῆμον τῶν εἰσφορῶν D.S.13.64
, cf. IG12(7).506.16 (Amorgos, iii B. C.);τόκων τοὺς χρεωφειλέτας Plu.Caes.37
; relieve (contractors), Plb.6.17.5;τῆς ὑπερηφανίας Phld.Vit.p.16
J.;κ. τοὺς νοσοῦντας Plu.2.1106c
:—[voice] Pass., to be relieved, ὅταν σῶμα κουφισθῇ νόσου from.., E.Or.43;τοῦ πάθους Arist.Pr. 873b22
;λέξασα κουφισθήσομαι ψυχήν E.Med. 473
: [tense] fut. [voice] Med. κουφιεῖσθαι in pass. sense, Aristid.2.145 J.: metaph., τῇ τῶνδε εὐκλείᾳ κουφίζεσθε feel your burdens lightened by.., Th.2.44;κουφίζονται οἱ λυπούμενοι Arist. EN 1171a29
, cf. Pol. 1342a14;ἐλπίδι κ. ματαίᾳ Ael.NA11.33
.3 c. acc. rei, lighten, assuage, ;συμφορὰς λόγῳ κ. D.60.35
;κ. ἔρωτα Theoc.23.9
;τὸ πάθος Plu.Alex.52
;τὰ ὀφλήματα Id.2.807d
: abs., give or procure relief, κ. οὐδέν, ἀλλά .. Hp. Epid.1.7, cf. Arist.GA 725b9:—[voice] Pass.,νομίζοντες κεκουφίσθαι τὸν πόλεμον αὐτοῖς Plb.1.17.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουφίζω
-
18 ἐπαναιώρημα
A f.l. for ἐναιώρημα (q.v.) ap.Erot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαναιώρημα
-
19 ἐώρα
ἐώρα, -
20 ὀρέγω
ὀρέγω, Od.17.366, E.Ph. 1710 (lyr.), etc.; [dialect] Ion. and later Prose, Hdt. 2.2, Arist.HA 497b27, etc.: [tense] impf.Aὤρεγον Pi.P.4.240
, App.BC4.126 : [tense] fut.ὀρέξω Il.13.327
, E.Med. 902 : [tense] aor.ὤρεξα Il.23.406
, Trag. (S.OC 846, etc.), and sts. in Prose, Pl.Phd. 117b, X.An.7.3.29:—[voice] Med. and [voice] Pass., Il.24.506, Th.2.65, etc.: [tense] fut. , Pl.R. 486a ([etym.] ἐπ-): [tense] aor.ὠρεξάμην Il.23.99
, E.HF16, etc.: rare in Prose, X.Mem.1.2.15 ; also ὠρέχθην ib.16, Ages.1.4, Smp.8.35, Hp.Ep.17, Epicur.Sent.7, Fr. 187, as well as in E. (Hel. 1238 ) (not in Hom.): [tense] pf.ὤρεγμαι Hp.Oss.18
; redupl. [ per.] 3pl. ὀρωρέχαται, [tense] plpf. -έχατο, Il.16.834, 11.26.—Cf. ὀρέγνυμι, ὀριγνάομαι :—reach, stretch, stretch out,χεῖρ' ὀρέγων Od.17.366
;εἰς οὐρανόν Il.15.371
, Od.9.527 ; χεῖρας ἐμοὶ ὀρέγοντας, in entreaty, 12.257, cf. Plu.Cam.36 ;μοι.. λεχέων ἐκ χεῖρας ὄρεξας Il.24.743
;πρός τινα Pi. P.4.240
, cf. S.OC 846, etc. ; Ὅμηρον.., ἐφ' ὃν πᾶσαι χεῖρ' ὀρέγουσι πόλεις, to claim him, APl.4.294.2 reach out, hold out, hand, give,κοτύλην καὶ πύρνον Od.15.312
;δέπας Il.24.102
; , cf. 17.453, Hes.Th. 433 ;ἠέ τῳ εὖχος ὀρέξομεν, ἦέ τις ἡμῖν Il.12.328
, cf. S.Ph. 1203 (lyr.);ὀ. πλοῦτόν τινι Pi.P.3.110
;τέλος ἔμπεδον Id.N.7.58
;ὤρεξε τὴν κύλικα τῷ Σωκράτει Pl.Phd. 117b
; later βοήθειαν ὀρέξαι τοῖς ἀδικουμένοις extend help, POxy.902.11 (v A.D.).II [voice] Med. and [voice] Pass.,1 abs., stretch oneself out, stretch forth one's hand, Od.21.53 ;ἀνδρὸς.. ποτὶ στόμα χεῖρ' ὀρέγεσθαι Il.24.506
(but having lent a helping hand,Epigr.Gr.
448.4 ([place name] Syria));ὀρεξαμένη ἀπὸ δίφρου Hes.Sc. 456
; ὠρέξατο χερσὶ φίλῃσι, χειρὶ σκαιῇ, Il.23.99, Hes.Th. 178 ; ἔγχει ὀρεξάσθω let him lunge with the spear (from the chariot), Il.4.307 ;πρόσθεν Ἄρης ὠρέξαθ' ὑπὲρ ζυγὸν.. ἔγχεϊ χαλκείῳ 5.851
; ποσσὶν ὀρωρέχαται πολεμίζειν, of horses, they galloped to the fight, 16.834; ὀρέξατ' ἰών he stretched himself as he went, i.e. made a stride, 13.20 ; ὀρωρέχατο προτὶ δειρήν were stretched out towards the neck, 11.26 ; of fish, rise at the bait,καί τις τῶν τραφερῶν ὠρέξατο Theoc. 21.44
; for A.Ag. 1111, v. ὄρεγμα 1.1.2 c. gen., reach at or to a thing, grasp at, οὗ παιδὸς ὀρέξατο he reached out to his child, Il.6.466, cf. Od.11.392 ; in a hostile sense, aim at, assail, hit, τοῦ δ' ἀντίθεος Θρασυμήδης ἔφθη ὀρεξάμενος.. ὦμον hit him first on the shoulder, Il.16.322 ; ib. 314, a gen. pers. must be supplied, ἔφθη ὀρεξάμενος πρυμνὸν σκέλος; so in 23.805 ὁππότερός κε φθῇσιν ὀρεξάμενος χρόα καλόν;δηΐων ὀρέγοιτ' ἐγγύθεν ἱστάμενος Tyrt.12.12
; also of a suppliant, τί χρῆμα θηρῶσ' ἱκέτις ὠρέχθης ἐμοῦ; E.Hel. 1238.b metaph., reach after, grasp at, yearn for, ;τῶν μεγίστων Id.Fr. 240
;ἀπεόντων Democr.202
;ζωῆς Id.205
: freq. in [dialect] Att. Prose, Antipho 2.2.12, Th.3.42, Pl.R. 439b, 485d, etc.;ὀ. τοῦ πρῶτος ἕκαστος γίγνεσθαι Th.2.65
: so c. inf.,πόλιν ὠρέξατ' οἰκεῖν E.HF16
;ὀ. τοιοῦτος γενέσθαι Pl. Prt. 326a
;οὐδέποτε ὠρέχθην τοῖς πολλοῖς ἀρέσκειν Epicur.Fr. 187
: also, abs., yearn, desire,πάσῃσιν ὀρέξαιτο πραπίδεσσιν Emp.129.4
;θυμὸς ὀρέξατο γηθοσύνῃσιν A.R.2.878
;ὀρεγόμεθα κατὰ τὴν βούλευσιν Arist.EN 1113a12
; cf. ὀρεκτός, ὄρεξις.3 c. acc., σῖτόν τ' ὄρεξαι take food, E.Or. 303 (v.l. σίτων); αἰώρημα διὰ δέρης ὀρέξομαι I will put the noose on my neck, Id.Hel. 353 (lyr.).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αἰώρημα — that which is hung up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιώρημα — το (Α αἰώρημα) [αἰωρῶ] 1. αυτό που αιωρείται στο κενό, που κρέμεται ή κινείται στον αέρα, η αιώρα 2. Χημ.. Μίγμα μικροσκοπικών στερεών σωματιδίων ή σταγονιδίων (διασπειρόμενη φάση) που αιωρούνται μέσα σε ένα υγρό ή αέριο (μέσο διασποράς) αρχ.… … Dictionary of Greek
αιώρημα ή εναιώρημα — Ετερογενές σύστημα μεταξύ ουσιών υγρών, στερεών ή αερίων όπου ενυπάρχουν πάντοτε δύο φάσεις, που αποτελούνται αντίστοιχα από ένα υλικό που διασπείρεται (υγρή ή αέρια μάζα) και τη διασπειρόμενη ουσία (υγρή ή στερεή μάζα, βλ. λ. διασπορά,… … Dictionary of Greek
αἰωρήμασι — αἰώρημα that which is hung up neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰωρήμασιν — αἰώρημα that which is hung up neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αβογκάντρο, Αμεντέο — (Amedeo Avogadro, conte di Quaregna e Ceretto, Τορίνο 1776 – 1856). Ιταλός επιστήμονας. Διετέλεσε καθηγητής των μαθηματικών και της φυσικής στο Βασιλικό Κολέγιο του Βερτσέλι· από το 1820 έως το 1822 είχε την έδρα της θεωρητικής φυσικής στο… … Dictionary of Greek
εώρημα — ἐώρημα, ατος, τὸ (Α) 1. δ. γρφ. τού αἰώρημα* 2. μηχανή που κρέμεται στο θέατρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εώρημα αντί αιώρημα (βλ. εώρα)] … Dictionary of Greek
αερόλυμα — ή αεροσόλ ή αεροζόλ Χημ. αιώρημα υπερμικροσκοπικών σταγονιδίων ή στερεών σωματιδίων μέσα σε ένα αέριο (συνήθως αέρα). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aerosol, νόθο σύνθ. < aero (< αήρ, έρος) + sol (συγκεκομμένος τ. τού… … Dictionary of Greek
αιωρώ — ( έω) (Α αἰωρῶ) (Ν συνήθως στη μέση φωνή) Ι. ενεργ. υψώνω και κρατώ στον αέρα, κρατώ ή κινώ κάτι μετέωρο, μετεωρίζω ΙΙ. μέσ. 1. είμαι μετέωρος, κρέμομαι στον αέρα, ταλαντεύομαι 2. πετώ, περιφέρομαι, κυκλοφορώ, πλανιέμαι 3. (για τα πτηνά)… … Dictionary of Greek
αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… … Dictionary of Greek
απόχυση — Μέθοδος που γίνεται σε υγρό κατασταλαγμένο, δηλαδή που έχει αυθόρμητα διαχωριστεί από ένα στερεό με την επίδραση της βαρύτητας. Αν σε ένα υγρό βρίσκονται στερεά σωματίδια σε αισθητές ποσότητες σαν αιώρημα σε ηρεμία, πρώτα διαχωρίζονται τα… … Dictionary of Greek