-
1 αισυμνητήρ
-
2 αἰσυμνητήρ
-
3 αἰσυμνητήρ
αἰσυμνητήρ, ῆρος, ὁ, Hom. nur Il. 24, 347 κούρῳ αίσυμνητῆρι ἐοικώς, v. l. αἰσυητῆρι; Aristarch las nach Didym. Scholl. αἰσυμνητῆρι u. erklärte = βασιλικῷ.
-
4 αισυμνητηρ
- ῆρος ὅ Hom. = αἰσυμνήτης См. αισυμνητης -
5 αἰσυμνήτηρ
αἰσυμνήτηρ: umpire, Od. 8.258†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἰσυμνήτηρ
-
6 αἰσυμνητήρ
A ruler, prince,κούρψ αἰ. Il.24.347
(v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσυμνητήρ
-
7 αισυητηρ
-
8 αἰσυμνάω
Grammatical information: v.Meaning: `rule' (Hom.)Dialectal forms: Meg. αἰσιμνάωDerivatives: αἰσυμνητήρ (Ω 347 v. 1.), αἰσυμνήτης ( αἰσιμνάτας) title of a leading magistrate in several towns (inscr., Arist.), in Homer θ 258 umpire of games. αἰσύμνιον = βουλευτήριον in Megara from the verb or from *αἴσυμνος.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Derived from αἶσα (- αἴσιμος - *αἰσίμων - *αἴσιμνος) by Solmsen Wortf. 36ff. and Fraenkel Nom. ag. 1, 172f. (-υ\/ι- through assimilation?; rejected by Schwyzer 275 Zus. 1). Chantr. Form. 216, like v. Blumenthal Hesychst. 33, assume, no doubt correctly, Pre-Greek origin, which explains μ\/F (cf. Fur. 244) and υ\/ι. Benveniste St. Etruschi 7, 1933, 255ff and LfgrE. Deroy AntCl. 26, 1958, 404-410 compares Lat. aerumna. (One is reminded of κυβερνάω.)Page in Frisk: 1,46Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἰσυμνάω
-
9 αισυμνητήρα
-
10 αἰσυμνητῆρα
-
11 αισυμνητήρι
-
12 αἰσυμνητῆρι
-
13 αἰσυητήρ
A v.l. for αἰσυμνητήρ (q. v.), Il.24.347, expl. as ἐντρεχής, νεανίας, or νομεύς (Nic.); cf. pr. n. Αἰσῡήτης in Il.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσυητήρ
-
14 αἰσῦητήρ
αἰσῦητήρ: see αἰσυμνητήρ.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἰσῦητήρ
См. также в других словарях:
αισυμνητήρ — αἰσυμνητήρ ( ῆρος), ο (Α) [αἰσυμνῶ] κυβερνήτης, ηγεμόνας … Dictionary of Greek
αἰσυμνητήρ — ruler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσυμνητῆρα — αἰσυμνητήρ ruler masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσυμνητῆρι — αἰσυμνητήρ ruler masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aisymnet — Ein Aisymnet (altgriech. αἰσυμνητήρ aisymnètèr, auch Diallaktes) war ein „Versöhner“ im antiken Griechenland des 7. und 6. Jahrhundert vor Christus. Während des siebten vorchristlichen Jahrhunderts traten in zahlreichen griechischen Poleis… … Deutsch Wikipedia
αισυητήρ — αἰσυητήρ ( ῆρος), ο (Α) (λέξη αντιγράφων της Ιλιάδας, ως επίθ. του κοῡρος) ευτυχής, πλούσιος ή ποιμένας, βοσκός άλλοι διαβάζουν αἰσημνητήρ και ερμηνεύουν ηγεμονικός, αρχοντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. αποτελεί παράγωγο του αἰσυφυῶ,… … Dictionary of Greek
αισυμνώ — αἰσυμνῶ ( άω) (Α) 1. άρχω, κυβερνώ, διοικώ 2. κατέχω το αξίωμα τού αισυμνήτη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Αν δεν πρόκειται για δάνειο από κάποια ασιατική γλώσσα με βάση τον τ. αἰσυμν , που εκ τών υστέρων συνδέθηκε παρετυμολογικά προς το αἶσα … Dictionary of Greek