-
1 αἰσυμνητήρ
A ruler, prince,κούρψ αἰ. Il.24.347
(v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσυμνητήρ
См. также в других словарях:
αισυμνώ — αἰσυμνῶ ( άω) (Α) 1. άρχω, κυβερνώ, διοικώ 2. κατέχω το αξίωμα τού αισυμνήτη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Αν δεν πρόκειται για δάνειο από κάποια ασιατική γλώσσα με βάση τον τ. αἰσυμν , που εκ τών υστέρων συνδέθηκε παρετυμολογικά προς το αἶσα … Dictionary of Greek