Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἰολεῦσιν

См. также в других словарях:

  • Αἰολεῦσιν — Αἰολεύς of masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰολεῦσιν — αἰολέω pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) αἰολέω pres ind act 3rd pl (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυβόν — τὸ, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «τὸ ἐπικαμπὲς παρ Αἰολεῡσιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί πιθ. από το επίθ. ῥαιβός «στρεβλός» κατά τον φωνηεντισμό τών γρυπός, ὑβός. Κατ άλλη άποψη, ο τ. συνδέεται με το επίθ. ῥοικός «κυρτός», ενώ το υ τού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»