Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αἰθέρα

См. также в других словарях:

  • Αἰθέρα — αἰθήρ ether masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθέρα — αἰθήρ ether masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰθέρ' — Αἰθέρα , αἰθήρ ether masc acc sg Αἰθέρι , αἰθήρ ether masc dat sg Αἰθέρε , αἰθήρ ether masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθέρ' — αἰθέρα , αἰθήρ ether masc acc sg αἰθέρι , αἰθήρ ether masc dat sg αἰθέρε , αἰθήρ ether masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμέλια της σχετικότητας του Αϊνστάιν — Εκτός από την κίνηση των υλικών σωμάτων, που ρυθμίζεται από τους νόμους της μηχανικής, υπάρχουν στη φύση και φαινόμενα κυματοειδούς τύπου. Ανάμεσα σ’ αυτά, τα ηχητικά κύματα μπορούν να αναχθούν σε τελευταία ανάλυση στην κίνηση των σωματιδίων… …   Dictionary of Greek

  • αιθέριος — Αυτός που ανήκει ή μοιάζει στον αιθέρα, λεπτός, διαφανής, αέριος, άυλος, αγγελικός (π.χ. α. πλάσμα). Αυτός που βρίσκεται ψηλά, στον αέρα (π.χ. α. ύψη). α. έλαια. Σύνθετες οργανικές ενώσεις που σχηματίζονται σε διάφορα φυτικά μέρη (άνθη, φύλλα,… …   Dictionary of Greek

  • κολλώδιο — Άχρωμο έως κίτρινο παχύρρευστο υγρό που σχηματίζεται με τη διάλυση νιτροκυτταρίνης (βαμβακοπυρίτιδας) ή των υπολοίπων παραγώγων της πυροξυλίνης σε μείγμα αιθέρα και αλκοόλης. Η ποιότητα του κ. ποικίλλει ανάλογα με τη σχετική του περιεκτικότητα σε …   Dictionary of Greek

  • αιθερομανία — Είδος τοξικομανίας. Σύμφωνα με αυτήν το άτομο οδηγείται από ακατάσχετη παρόρμηση στη συνεχή και αυξανόμενη χρήση αιθέρα. Ο αιθερομανής καταναλώνει τον αιθέρα με οσμές, ανακατεμένο σε οινόπνευμα ή και άκρατο. Τα συμπτώματα της δηλητηρίασης που… …   Dictionary of Greek

  • κρυοσκοπία — Κλάδος της φυσικοχημείας, ο οποίος ερευνά τα φαινόμενα που συνδέονται με την πήξη των διαλυμάτων και τις σχετικές τεχνικές μετρήσεις (κρυομετρία), για τον προσδιορισμό της μοριακής μάζας ή του βαθμού διάστασης μιας διαλυμένης ουσίας.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»