Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αχρωματιστος

См. также в других словарях:

  • ἀχρωμάτιστος — uncoloured masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχρωμάτιστος — η, ο (AM ἀχρωμάτιστος, ον) αυτός που δεν έχει χρωματιστεί νεοελλ. εκείνος που δεν ανήκει σε καμιά πολιτική παράταξη …   Dictionary of Greek

  • αχρωμάτιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι χρωματισμένος, ο άβαφος: Έχουμε το σπίτι αχρωμάτιστο. 2. αυτός που δεν έχει χρώμα, ο άχρωμος: Φορεί αχρωμάτιστα γυαλιά. 3. αυτός που δεν ανήκει σε ορισμένο πολιτικό κόμμα: Πολιτικά ήταν αχρωμάτιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀχρωματίστως — ἀχρωμάτιστος uncoloured adverbial ἀχρωμάτιστος uncoloured masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρωμάτιστον — ἀχρωμάτιστος uncoloured masc/fem acc sg ἀχρωμάτιστος uncoloured neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρωματίστου — ἀχρωμάτιστος uncoloured masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρωματίστων — ἀχρωμάτιστος uncoloured masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρωμάτιστα — ἀχρωμάτιστος uncoloured neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρωμάτιστοι — ἀχρωμάτιστος uncoloured masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άβαπτος — η, ο (Α ἄβαπτος, ον) [βάπτω] 1. αυτός που δεν βάφτηκε, ο αχρωμάτιστος 2. (για πυρακτωμένα μέταλλα) αυτός που δεν ψύχθηκε ακόμη μέσα σε νερό για να γίνει σκληρότερος, ο αστόμωτος …   Dictionary of Greek

  • άβαφος — και άβαφτος, η, ο [βάφω] 1. ο δίχως βαφή, αχρωμάτιστος 2. ο δίχως φτιασίδια, αφτιασίδωτος 3. ο άβαπτος* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»