-
1 αχρωμάτιστος
-
2 ἀχρωμάτιστος
-
3 ἀχρωμάτιστος
ἀχρωμάτιστος, ungefärbt, Plut. adv. Col. 7.
-
4 αχρωματιστος
-
5 ἀχρωμάτιστος
-
6 αχρωμάτιστος
η, ο [ος, ογ]1) неокрашенный, непокрашенный; 2) бесцветный, не имеющий цвета; 3) (чаще πλ.) некозырный; 4) не принадлежащий ни к какой партии, ни к какому политическому течению, независимый -
7 ἀχρωμάτιστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀχρωμάτιστος
-
8 αχρωματος
-
9 αχρως
- ων, gen. ω Plat. = ἀχρωμάτιστος См. αχρωματιστος -
10 αχρωστος
21) нетронутыйοὐκ ἄχρωστα γόνατ΄ ἐμῶν ἕξει χερῶν Eur. — я прикоснусь к ее коленям, т.е. буду умолять ее
2) Plut. = ἀχρωμάτιστος См. αχρωματιστος -
11 αχρωματίστως
-
12 ἀχρωματίστως
-
13 αχρωμάτιστον
ἀχρωμάτιστοςuncoloured: masc /fem acc sgἀχρωμάτιστοςuncoloured: neut nom /voc /acc sg -
14 ἀχρωμάτιστον
ἀχρωμάτιστοςuncoloured: masc /fem acc sgἀχρωμάτιστοςuncoloured: neut nom /voc /acc sg -
15 άχρους
ους, ουν1) бесцветный, неокрашенный; 2) бесцветный, бледный, блёклый; водянистый; 3) см. αχρωματιστος 4; § αχρουν ΰπουργείον служебный кабинет (о правительстве, функционирующем временно до выборов нового) -
16 αχρώματος
η, ο [ος, ον ]1) см. αχρωμάτιστος 1, 2; 2) бесстыдный, наглый -
17 άχρωμος
η, ο [ος, ον ] см. αχρωμάτιστος 2 -
18 αχρωματίστου
-
19 ἀχρωματίστου
-
20 αχρωματίστων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀχρωμάτιστος — uncoloured masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχρωμάτιστος — η, ο (AM ἀχρωμάτιστος, ον) αυτός που δεν έχει χρωματιστεί νεοελλ. εκείνος που δεν ανήκει σε καμιά πολιτική παράταξη … Dictionary of Greek
αχρωμάτιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι χρωματισμένος, ο άβαφος: Έχουμε το σπίτι αχρωμάτιστο. 2. αυτός που δεν έχει χρώμα, ο άχρωμος: Φορεί αχρωμάτιστα γυαλιά. 3. αυτός που δεν ανήκει σε ορισμένο πολιτικό κόμμα: Πολιτικά ήταν αχρωμάτιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀχρωματίστως — ἀχρωμάτιστος uncoloured adverbial ἀχρωμάτιστος uncoloured masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρωμάτιστον — ἀχρωμάτιστος uncoloured masc/fem acc sg ἀχρωμάτιστος uncoloured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρωματίστου — ἀχρωμάτιστος uncoloured masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρωματίστων — ἀχρωμάτιστος uncoloured masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρωμάτιστα — ἀχρωμάτιστος uncoloured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρωμάτιστοι — ἀχρωμάτιστος uncoloured masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άβαπτος — η, ο (Α ἄβαπτος, ον) [βάπτω] 1. αυτός που δεν βάφτηκε, ο αχρωμάτιστος 2. (για πυρακτωμένα μέταλλα) αυτός που δεν ψύχθηκε ακόμη μέσα σε νερό για να γίνει σκληρότερος, ο αστόμωτος … Dictionary of Greek
άβαφος — και άβαφτος, η, ο [βάφω] 1. ο δίχως βαφή, αχρωμάτιστος 2. ο δίχως φτιασίδια, αφτιασίδωτος 3. ο άβαπτος* … Dictionary of Greek