-
1 αχρωμάτιστος
-
2 ἀχρωμάτιστος
-
3 ἀχρωμάτιστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀχρωμάτιστος
-
4 αχρωματίστως
-
5 ἀχρωματίστως
-
6 αχρωμάτιστον
ἀχρωμάτιστοςuncoloured: masc /fem acc sgἀχρωμάτιστοςuncoloured: neut nom /voc /acc sg -
7 ἀχρωμάτιστον
ἀχρωμάτιστοςuncoloured: masc /fem acc sgἀχρωμάτιστοςuncoloured: neut nom /voc /acc sg -
8 αχρωματίστου
-
9 ἀχρωματίστου
-
10 αχρωματίστων
-
11 ἀχρωματίστων
-
12 αχρωμάτιστα
-
13 ἀχρωμάτιστα
-
14 αχρωμάτιστοι
-
15 ἀχρωμάτιστοι
-
16 ἀχρώτιστος
ἀχρώτιστος, ον,A = ἀχρωμάτιστος, σαμψοῦχον PMag.Par.1.3010, cf. PMag.Berol.1.7 (- τως Pap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀχρώτιστος
См. также в других словарях:
ἀχρωμάτιστος — uncoloured masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχρωμάτιστος — η, ο (AM ἀχρωμάτιστος, ον) αυτός που δεν έχει χρωματιστεί νεοελλ. εκείνος που δεν ανήκει σε καμιά πολιτική παράταξη … Dictionary of Greek
αχρωμάτιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι χρωματισμένος, ο άβαφος: Έχουμε το σπίτι αχρωμάτιστο. 2. αυτός που δεν έχει χρώμα, ο άχρωμος: Φορεί αχρωμάτιστα γυαλιά. 3. αυτός που δεν ανήκει σε ορισμένο πολιτικό κόμμα: Πολιτικά ήταν αχρωμάτιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀχρωματίστως — ἀχρωμάτιστος uncoloured adverbial ἀχρωμάτιστος uncoloured masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρωμάτιστον — ἀχρωμάτιστος uncoloured masc/fem acc sg ἀχρωμάτιστος uncoloured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρωματίστου — ἀχρωμάτιστος uncoloured masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρωματίστων — ἀχρωμάτιστος uncoloured masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρωμάτιστα — ἀχρωμάτιστος uncoloured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρωμάτιστοι — ἀχρωμάτιστος uncoloured masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άβαπτος — η, ο (Α ἄβαπτος, ον) [βάπτω] 1. αυτός που δεν βάφτηκε, ο αχρωμάτιστος 2. (για πυρακτωμένα μέταλλα) αυτός που δεν ψύχθηκε ακόμη μέσα σε νερό για να γίνει σκληρότερος, ο αστόμωτος … Dictionary of Greek
άβαφος — και άβαφτος, η, ο [βάφω] 1. ο δίχως βαφή, αχρωμάτιστος 2. ο δίχως φτιασίδια, αφτιασίδωτος 3. ο άβαπτος* … Dictionary of Greek