-
1 αχρωματιστος
-
2 αχρωμάτιστος
η, ο [ος, ογ]1) неокрашенный, непокрашенный; 2) бесцветный, не имеющий цвета; 3) (чаще πλ.) некозырный; 4) не принадлежащий ни к какой партии, ни к какому политическому течению, независимый -
3 αχρωματος
-
4 αχρως
- ων, gen. ω Plat. = ἀχρωμάτιστος См. αχρωματιστος -
5 αχρωστος
21) нетронутыйοὐκ ἄχρωστα γόνατ΄ ἐμῶν ἕξει χερῶν Eur. — я прикоснусь к ее коленям, т.е. буду умолять ее
2) Plut. = ἀχρωμάτιστος См. αχρωματιστος -
6 άχρους
ους, ουν1) бесцветный, неокрашенный; 2) бесцветный, бледный, блёклый; водянистый; 3) см. αχρωματιστος 4; § αχρουν ΰπουργείον служебный кабинет (о правительстве, функционирующем временно до выборов нового) -
7 αχρώματος
η, ο [ος, ον ]1) см. αχρωμάτιστος 1, 2; 2) бесстыдный, наглый -
8 άχρωμος
η, ο [ος, ον ] см. αχρωμάτιστος 2
См. также в других словарях:
ἀχρωμάτιστος — uncoloured masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχρωμάτιστος — η, ο (AM ἀχρωμάτιστος, ον) αυτός που δεν έχει χρωματιστεί νεοελλ. εκείνος που δεν ανήκει σε καμιά πολιτική παράταξη … Dictionary of Greek
αχρωμάτιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι χρωματισμένος, ο άβαφος: Έχουμε το σπίτι αχρωμάτιστο. 2. αυτός που δεν έχει χρώμα, ο άχρωμος: Φορεί αχρωμάτιστα γυαλιά. 3. αυτός που δεν ανήκει σε ορισμένο πολιτικό κόμμα: Πολιτικά ήταν αχρωμάτιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀχρωματίστως — ἀχρωμάτιστος uncoloured adverbial ἀχρωμάτιστος uncoloured masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρωμάτιστον — ἀχρωμάτιστος uncoloured masc/fem acc sg ἀχρωμάτιστος uncoloured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρωματίστου — ἀχρωμάτιστος uncoloured masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρωματίστων — ἀχρωμάτιστος uncoloured masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρωμάτιστα — ἀχρωμάτιστος uncoloured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρωμάτιστοι — ἀχρωμάτιστος uncoloured masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άβαπτος — η, ο (Α ἄβαπτος, ον) [βάπτω] 1. αυτός που δεν βάφτηκε, ο αχρωμάτιστος 2. (για πυρακτωμένα μέταλλα) αυτός που δεν ψύχθηκε ακόμη μέσα σε νερό για να γίνει σκληρότερος, ο αστόμωτος … Dictionary of Greek
άβαφος — και άβαφτος, η, ο [βάφω] 1. ο δίχως βαφή, αχρωμάτιστος 2. ο δίχως φτιασίδια, αφτιασίδωτος 3. ο άβαπτος* … Dictionary of Greek