-
1 ἄ-χρωστος
-
2 αχρωστος
21) нетронутыйοὐκ ἄχρωστα γόνατ΄ ἐμῶν ἕξει χερῶν Eur. — я прикоснусь к ее коленям, т.е. буду умолять ее
2) Plut. = ἀχρωμάτιστος См. αχρωματιστος -
3 ἄχρωστος
См. также в других словарях:
παράτροπος — η, ο / παράτροπος, ον, ΝΑ [παρατρέπω] 1. αυτός που παρεκκλίνει από την κανονική του θέση ή κατεύθυνση, λοξός, πλάγιος, γυρμένος 2. μτφ. αυτός που υπέστη εκτροπή από την ευθεία οδό, παράνομος («εὐναὶ παράτροποι», Πίνδ.) αρχ. παράδοξος, παράξενος,… … Dictionary of Greek