-
1 αυθόρμητος
-
2 αὐθόρμητος
-
3 αυθόρμητος
-
4 αὐθόρμητος
αὐθ-όρμητος, ον,A self-impelled, Eustr. in EN33.29, Eust.1148.13. Adv.- τως Id.1370.23
:—also [suff] αὐθ-ορμητικῶς Sch.E.Hec. 1227.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθόρμητος
-
5 αὐθόρμητος
-
6 αυθόρμητος
kendiliğinden -
7 αυθόρμητος
spontaneousΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αυθόρμητος
-
8 spontaneous
αυθόρμητος -
9 стихийный
επ. βρ: -хйен, -хиина, -хийно.1. του στοιχείου της φύσης•-ое бедствие θεομηνία.
|| έμφυτος, ενυπάρχων•стихийный закон φυσικός νόμος (των φαινομένων).
|| ισχυρός, δυνατός (όπως των στοχείων).2. αυθόρμητος•характер экономических законов ο αυθόρμητος χαρακτήρας των οικονομικών νόμων•
-ое развитие рабочего движения αυθόρμητη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος•
стихийный характер крестьян ских восстаний ο αυθόρμητος χαρακτήρας των αγροτικών εξεγέρσεων.
-
10 непосредственный
-
11 стихийный
-
12 αυθορμήτως
-
13 αὐθορμήτως
-
14 αυθόρμητον
αὐθόρμητοςself-impelled: masc /fem acc sgαὐθόρμητοςself-impelled: neut nom /voc /acc sg -
15 αὐθόρμητον
αὐθόρμητοςself-impelled: masc /fem acc sgαὐθόρμητοςself-impelled: neut nom /voc /acc sg -
16 spontaneous
[spən'teiniəs]1) (said, done etc of one's own free will without pressure from others: His offer was quite spontaneous.) αυθόρμητος2) (natural; not forced: spontaneous behaviour.) αυθόρμητος•- spontaneousness
- spontaneity -
17 невольный
нево́льн||ыйприл1. ἀθέλητος, ἀκούσιος, ἀθελος / τυχαίος (случайный):\невольный свидетель ὁ ἀκούσιος μάρτυς·2. (непроизвольный) αὐθόρμητος, ἀκούσιος, ἀπροαί-ρετος:\невольныйая улыбка τό ἄθελο χαμόγελο· \невольныйые слезы τά αὐθόρμητα δάκρυα. -
18 непосредственный
непосредственн||ыйприл1. (прямой) ἀμεσος, εὐθύς:под \непосредственныйым руководством ὑπό τήν ἄμεση καθοδήγηση· \непосредственныйый результат τό ἄμεσο ἀποτέλεσμα·2. (естественный) εἰλικρινής, αὐθόρμητος / ἀφελής, ἀπλοϊκός (о детях). -
19 непроизвольный
непроизвольныйприл ἀκούσιος, αὐθόρμητος. -
20 самопроизвольный
самопроизвольныйприл αὐθόρμητος, ἀκούσιος, αὐτόματος:\самопроизвольныйые движения οἱ ἀκούσιες κινήσεις.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αὐθόρμητος — self impelled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυθόρμητος — η, ο (Μ αὐθόρμητος, ον) νεοελλ. αυτός που ενεργεί η εκδηλώνεται με δική του παρόρμηση, πηγαίος, φυσικός μσν. με δική του θέληση, εκούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + ορμώ < ορμή] … Dictionary of Greek
αυθόρμητος — η, ο επίρρ. α αυτός που ενεργεί από μόνος του, που δεν παρακινείται από άλλους: Η ενέργειά του εκείνη ήταν εντελώς αυθόρμητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐθορμήτως — αὐθόρμητος self impelled adverbial αὐθόρμητος self impelled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθόρμητον — αὐθόρμητος self impelled masc/fem acc sg αὐθόρμητος self impelled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθορμήτους — αὐθόρμητος self impelled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθορμήτῳ — αὐθόρμητος self impelled masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθόρμητοι — αὐθόρμητος self impelled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek
ένστικτος — η, ο αυθόρμητος, από εσωτερική παρόρμηση («ο ένστικτος φόβος», «η ένστικτη δειλία του»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ένστικτο] … Dictionary of Greek
απαρακίνητος — η, ο αυτός που δεν τον παρακίνησε κάποιος, ο αυθόρμητος … Dictionary of Greek