-
1 άμεσος
-
2 ἄμεσος
-
3 αμεσος
2лог. неопосредствованный, т.е. не имеющий среднего термина (с другим)(πρότασις Arst.)
τὰ ἄμεσα Arst. — неопосредствованные положения, т.е. не имеющие среднего (общего) термина, Luc. непосредственные противоречия -
4 ἄμεσος
ἄμεσος, ον,A immediate: ἄμεσα καὶ ἀναπόδεικτα, of propositions that cannot be proved syllogistically by means of a middle term, Arist.APr. 68b30, APo. 72b19, etc.; τὰ ἄ. τῶν ἐναντίων direct opposites, Plot.6.3.20. Adv. immediately,Olymp.
in Phlb.p.256 S., Alex.Aphr. in Metaph.162.19, Procl.Inst.30, dub. in Phld. Herc.1251.3. [full] ἀμεσότης, τητος, ἡ, immediacy, Eustr.in APo.176.4. [full] ἀμέσω· ὠμοπλάται, Hsch. (cf. Lat. umerus, Goth. ams-). -
5 άμεσος
η, ο [ος, ον ]1) непосредственный, прямой;άμεσοι φόροι — прямые налоги;
2) немедленный; безотлагательный;άμεση επέμβαση — немедленное вмешательство;
3) неизбежный, неминуемый;.предстоящий;είναι άμεσος ο κίνδυνος τού πολέμου — каждую минуту может разразиться война;
τό άμεσον μέλλον — ближайшее будущее
-
6 άμεσος
I.augenblicklich [umgehend]II.prompt -
7 άμεσος
[амэсос] еж. непосредственный, прямой,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άμεσος
-
8 άμεσος
[амэсос] еж. непосредственный, прямой. -
9 ἄμεσος
ἄ-μεσος, ohne etwas mittleres. Adv. unmittelbar -
10 άμεσος
1) direct2) immédiat -
11 άμεσος
urgentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άμεσος
-
12 immédiat
άμεσος -
13 dolaysız
άμεσος, απευθείας -
14 ближайший
υπερθ. βαθμός του επ. близкий.1. πλησιέστατος, εγγύτατος, ο πλησιέστερος•-ая почта το τιλησιέστερο ταχυδρομείο•
-ие родственники οι πλησιέστεροι συγγενείς•
в -ем будущем στο πιο σύντομο (κοντινό) μέλλον•
в -ие дни στις προσεχείς μέρες.
|| άμεσος•-ие задачи τα άμεσα καθήκοντα.
2. ο αμέσως επόμενος, ο άμεσος•ближайший начальник ό άμεσος προϊστάμενος.
|| προσωπικός, άμεσος, χωρίς μεσολάβηση άλλου•при -щем участии με άμεση συμμετοχή•
при -щем рассмотрении ύστερα από προσωπική εξέταση.
-
15 прямой
1. (ровно вытянутый в каком-л. направлении, без изгибов) ίσιος, ευθύς 2. (обеспечивающий непосредственную связь с кем-, чем-л.) άμεσος 3. (непосредственный, без промежуточных ступеней) άμεσος, ευθύς 4. (откровенный, правдивый) ειλικρινής, ευθύς 5. (явный, открытый) φανερός, πασίδηλος, πασιφανής, ολοφάνερος 6. (несомненный, безусловный, очевидный) πραγματικός, γνήσιος, άμεσος, αληθινός 7. мат. ορθ/ός 8. грам. άμεσ/ος 9. (мед., анат.) ορθ/ός- ая кишка - ό έντερο, το ορθόν.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прямой
-
16 прямой
прям||ойприл1. εὐθύς, ίσιος:\прямойа́я линия ἡ εὐθεία γραμμή· \прямойа́я дорога ὁ ἰσιος δρόμος, ἡ εὐθεία Οδός· идти \прямойым путем πηγαίνω κατ' εὐθεΐαν·2. (непосредственный) ἄμεσος, κατ· εὐθεΐαν:\прямой налог ὁ ἄμεσος φόρος· \прямойые выборы οἱ ἐκλογές μέ ἄμεση ψηφοφορία· \прямойо́е сообщение ἡ ἀπ' εὐθείας συγκοινωνία· спальный вагон \прямойо́го сообщения ἡ κλινάμαξα (или τό βαγκόν-λι) κατ· εὐθεΐαν συγκοινωνίας·3. (настоящий, явный) καθαρός, πραγματικός:\прямой убыток ἡ καθαρή ζημία· \прямойая выгода τό καθαρό κέρδος· \прямойая необходимость ἡ ἄμεση ἀνάγκη·4. (о характере) εὐθύς, ντόμπρος/ εἰλικρινής (откровенный):\прямой человек εὐθύς (или ντόμπρος) ἀνθρωπος· ◊ \прямойа́я кишка анат. τό ἀπηυθυσμένον (или τό ὁρθόν) ἔντερον \прямой угол мат ἡ ὁρθή γωνία· \прямойая речь ὁ ἄμεσος λόγος· \прямойо́е дополнение гран. τό ἄμεσο[ν] ἀντικείμενο[ν]· в \прямойо́м смысле μέ τήν κυριολεκτική σημασία· вести огонь \прямойой наводкой воен. βομβαρδίζω μέ ἄμεση βολή· \прямойое попадание воен. κατ' εὐθεΐαν πάνω στό στόχο. -
17 αμέσω
ἄμεσοςimmediate: masc /fem /neut nom /voc /acc dualἄμεσοςimmediate: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)——————ἄμεσοςimmediate: masc /fem /neut dat sg -
18 immediate
[i'mi:diət] 1. adjective1) (happening at once and without delay: an immediate response.) άμεσος2) (without anyone etc coming between: His immediate successor was Bill Jones.) άμεσος3) (close: our immediate surroundings.) άμεσος•2. conjunction(as soon as: You may leave immediately you finish your work.) (αμέσως)μόλις -
19 немедленный
-
20 непосредственный
См. также в других словарях:
ἄμεσος — immediate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμεσος — η, ο (Α ἄμεσος, ον) αυτός που γίνεται ή υπάρχει δίχως τη μεσολάβηση κάποιου άλλου, «άμεση συμμετοχή» (αυτοπρόσωπη), «άμεσοι φόροι» (αυτοί που καταβάλλονται στο κράτος απευθείας από τον πολίτη) (αντίθ. έμμεσος) νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει δίχως … Dictionary of Greek
άμεσος — η, ο επίρρ. άμεσα και αμέσως 1. αυτός που γίνεται ή υπάρχει χωρίς κάποιον διάμεσο: Επιβλήθηκαν καινούργιοι άμεσοι φόροι. 2. αυτός που συμβαίνει χωρίς τη μεσολάβηση χρονικού διαστήματος: Χρειάζεται άμεση χειρουργική επέμβαση. 3. αυτός που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμέσω — ἄμεσος immediate masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄμεσος immediate masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέσως — ἄμεσος immediate adverbial ἄμεσος immediate masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμεσον — ἄμεσος immediate masc/fem acc sg ἄμεσος immediate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέσοις — ἄμεσος immediate masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέσου — ἄμεσος immediate masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέσους — ἄμεσος immediate masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέσων — ἄμεσος immediate masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέσῳ — ἄμεσος immediate masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)