Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αὐθορμήτως

См. также в других словарях:

  • αὐθορμήτως — αὐθόρμητος self impelled adverbial αὐθόρμητος self impelled masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικειόχειρος — οἰκειόχειρος, ον (Μ) ιδιόχειρος. επίρρ... οἰκειοχείρως (Μ) 1. ιδιοχείρως 2. εκουσίως, αυθορμήτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + χειρος (< χείρ, χειρός), πρβλ. ιδιό χειρος] …   Dictionary of Greek

  • ραδιοστοιχείο — το, Ν 1. κάθε στοιχείο που παρουσιάζει ραδιενέργεια 2. στον πληθ. τα ραδιοστοιχεία (φυσ. χημ.) χημικά στοιχεία τών οποίων όλα τα ισότοπα είναι ασταθή, δηλαδή ραδιενεργά, και υφίστανται αυθορμήτως διάσπαση με ρυθμό περισσότερο ή λιγότερο ταχύ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»