-
1 αυθορμήτως
-
2 αὐθορμήτως
-
3 стихййно
стихййн||онареч αὐθόρμητα, αὐθορμήτως.
См. также в других словарях:
αὐθορμήτως — αὐθόρμητος self impelled adverbial αὐθόρμητος self impelled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικειόχειρος — οἰκειόχειρος, ον (Μ) ιδιόχειρος. επίρρ... οἰκειοχείρως (Μ) 1. ιδιοχείρως 2. εκουσίως, αυθορμήτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + χειρος (< χείρ, χειρός), πρβλ. ιδιό χειρος] … Dictionary of Greek
ραδιοστοιχείο — το, Ν 1. κάθε στοιχείο που παρουσιάζει ραδιενέργεια 2. στον πληθ. τα ραδιοστοιχεία (φυσ. χημ.) χημικά στοιχεία τών οποίων όλα τα ισότοπα είναι ασταθή, δηλαδή ραδιενεργά, και υφίστανται αυθορμήτως διάσπαση με ρυθμό περισσότερο ή λιγότερο ταχύ,… … Dictionary of Greek