-
1 αυθι
-
2 αυθ΄
-
3 καταυθι
-
4 αυθιγενης
-
5 λεγω
I[ одного корня с λέχος, λόχος, ἄλοχος, λέκτρον] (fut. λέξω, aor. ἔλεξα; med.: fut. λέξομαι, aor. 1 ἐλεξάμην, aor. 2 ἐλέγμην, imper. λέξο и λέξεο)1) укладывать в постель, отводить ко сну(τινά Hom.)
2) сковывать сном, усыплять(νόον τινός Hom.)
3) med. ложиться спать(εἰς εὐνήν Hom.)
4) med. засыпать(ἡδέϊ ὕπνῳ Hom.; σὺν παρακοίτι Hes.)
5) med. располагаться, размещаться(παρὰ τάφρον Hom.)
6) med. лежать (без дела), бездействовать(μηκέτι νῦν δῆθ΄ αὖθι λεγώμεθα Hom.)
II(fut. λέξω, aor. ἔλεξα; med.: fut. λέξομαι, aor. 1 ἐλεξάμην, aor. 2 ἐλέγμην; aor. pass. ἐλέχθην)1) собирать(αἱμασιάς, ὀστέα, med. ξύλα Hom.)
2) выбирать, набиратьπέμπτος μετὰ τοῖσιν ἐλέγμην Hom. — я присоединился к ним в качестве пятого3) причислять, относить (к числу кого-л.), считать (в числе кого-л.)(τινὰ ἔν τισι Hom., Aesch.)
λ. τινὰ οὐδαμοῦ Soph. — не ставить кого-л. ни во что;κέρδος αὖτ΄ ἐγὼ λέγω Soph. — это я считаю выгодой (счастьем)4) перечислять, пересказывать(κήδεα θυμοῦ, θέσκελα ἔργα Hom.)
τί σε χρέ ταῦτα λέγεσθαι ; Hom. — зачем тебе это перечислять?5) высказывать, произносить(ὀνείδεά τινι Hom.)
6) med. пересчитывать, сосчитывать, считать(ἀριθμόν Hom.)
[ одного корня с λέγω II] (fut. λέξω, aor. ἔλεξα - атт. обычно супплетивно: fut. ἐρῶ, aor. 2 εἶπον - реже aor. 1 εἶπα, pf. εἴρηκα; pass.: fut. λεχθήσομαι, aor. ἐλέχθην - чаще ἐρρήθην, pf. λέλεγμαι - чаще εἴρημαι)1) говорить, сообщать, рассказывать(ἀμφί τινος Aesch., περί τινος Soph., Thuc., Arst., NT. и ὑπέρ τινος Soph., Xen. etc.; ψευδῆ, τἀληθῆ, μῦθόν τινα Aesch.)
λέγοις ἄν Plat. — расскажи, пожалуйста;λόγος λέλεκται πᾶς Soph. — сказано все, т.е. я кончил;λέξαι Οἰδίπουν ὀλωλότα Soph. — сообщить, что Эдип скончался;θανεῖν ἐλέχθη Soph. — сказали, что он погиб;τὰ λελεγμένα Arst. — сказанное (выше);τὰ λεχθησόμενα Arst. — то, что будет сказано (ниже);τὸ (ἐν παροιμίᾳ) λεγόμενον Plat., Arst. etc. — как говорится;ὅ λέγων Dem. — говорящий, оратор;ἀλλήλους τὰ ἔσχατα λ. Xen. — наносить друг другу величайшие оскорбления;в — плеонастических оборотах:χαίρειν τινὴ λ. NT. — приветствовать кого-л.;λ. ἐπί τινι ἀγαθὰς εὐχάς Aesch. — желать счастья кому-л.;λ. τά τινος Dem. — выступать в чью-л. пользу2) гласить(τὰ γράμματα ἔλεγε τάδε Her.; ὡς ὅ νόμος λέγει Dem.)
3) говорить дело, т.е. правильноκινδυνεύεις τι λ. или ἴσως ἄν τι λέγοις Plat. — возможно, что ты прав;
οὐδὲν λέγεις Arph. — ты говоришь вздор;σὺ λέγεις NT. — да, ты правду говоришь4) называть, именовать(τινὰ ἀγαθόν NT.; οἱ λεγόμενοι αὐτόνομοι εἶναι Xen.; τὰ λεγόμενα στοιχεῖα Arst.)
5) разуметь, подразумеватьπῶς λέγεις ; Plat. — что ты хочешь (этим) сказать?;
ποταμός, Ἀχελῷον λέγω Soph. — (некая) река, а именно Ахелой;τὸν ἄνδρα τὸν σόν, τὸν δ΄ ἐμὸν λέγω πατέρα Soph. — твоего супруга, то-есть моего отца6) означать, значить(τί τοῦτο λέγει; Arph.)
7) декламировать, читать(ποιήματα Plat.)
8) читать вслух(τὸ βιβλίον Plat.; τὸ ψήφισμα Dem.)
9) воспевать(Ἀτρείδας Anacr.)
10) восхвалять, превозносить(τέν ἑαυτοῦ ῥώμην Xen.)
11) приказывать, предписывать(τινὴ ποιεῖν τι Aesch., Soph., Xen. etc.)
λ. μέ ποιεῖν τι NT. — запрещать что-л.12) хорошо говорить, владеть ораторским искусством(λαλεῖν ἄριστος, ἀδυνατώτατος λ. Eupolis ap. Plut.)
13) передавать (через кого-л.), велеть сказать(Κῦρος ἔπεμπε βίκους οἴνου, λέγων ὅτι … Xen.)
-
6 τεως
1) до тех пор, дотолеτ. εως … Arph. — до тех пор, пока …;
τ. μεν …, ἀπὸ δὲ τούτου τοῦ χρόνου … Xen. — до того …, с этого же времени …;2) прежде, в то время, тогдаἐν τῷ τ. χρόνῳ Lys. — в прежнее время;
τ. μὲν …, νῦν δέ … Arph. — в то время …, ныне же …3) в это время, тем временемἕως …, τείως … Hom. — пока …, тем временем …;
μιμνέτω αὖθι τ. Hom. — пусть он тем временем останется здесь4) покаτ. ἵκωμαι HH. — пока я не приду;
τ. ἦσαν σῷοι Dem. — пока они были в безопасности
См. также в других словарях:
αύθι — αὖθι επίρρ. (Α) 1. τοπ. σ αυτό το σημείο, εκεί 2. χρον. αμέσως, παρευθύς 3. αύθις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτόθι, με συλλαβική ανομοίωση. Οι μτγν. του Ομήρου ποιητές το χρησιμοποίησαν με τη σημασία του αύθις*. ΣΥΝΘ. αρχ. αυθιγενής] … Dictionary of Greek
αὖθι — on the spot indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὖθ' — αὖθι , αὖθι on the spot indeclform (adverb) αὖτε , αὖτε again indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αύθις — αὖθις, (επικ. κ. ιων.) αὖτις επίρρ. (Α) 1. πίσω στο ίδιο σημείο απ όπου ξεκίνησε κανείς («αὖτις βαίνειν», «τὴν αὐτὴν ὁδὸν αὖτις», «δευρὶ καὖθις ἐκεῑσε») 2. χρον. πάλι, ξανά 3. αργότερα, στο προσεχές μέλλον («ταῡτα μεταφρασόμεθα καὶ αὖθις» αυτά θα … Dictionary of Greek
Iliad — The Iliad (Greek: Ἰλιάς [iliás] (Ancient), Ιλιάδα [ili aða] (Modern)) is, together with the Odyssey , one of two ancient Greek epic poems traditionally attributed to Homer. The poem is commonly dated to the late 9th or to the 8th century BC… … Wikipedia
-κις — (AM κις, Α λακων. τ. κιν) κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν συχνότητα. Αρχικά απαντά στον τ. πολλά κις* (που αντιστοιχεί μορφολογικά και σημασιολογικά ακριβώς προς τον αρχ. ινδ. purũ ciό, από τον οποίο επεκτάθηκε και σε άλλα επιρρ. (συχνάκις,… … Dictionary of Greek
αυθιγενής — αὐθιγενής και ιων. τ. αὐτιγενής, ές (Α) 1. (για πρόσωπα) αυτόχθονας, γηγενής 2. (για προϊόντα) εγχώριος, ντόπιος 3. (για νερά) αυτό που αναβλύζει επί τόπου, που δεν έρχεται από άλλη πηγή 4. γνήσιος, ειλικρινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αύθι + γενής… … Dictionary of Greek
αυτόθι — (AM αὐτόθι) επίρρ. στον ίδιο τόπο, στο ίδιο σημείο νεοελλ. (για παραπομπές) στο ίδιο βιβλίο ή χωρίο του συγγραφέα το οποίο έχει αναφερθεί πιο πάνω αρχ. αμέσως, ευθύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός + (επιρρ. κατάλ.) –θι (πρβλ. ακρόθι, άλλοθι, αύθι κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ετώσιος — ἐτώσιος, ον (Α) (επικ. επίθ.) 1. μάταιος, άσκοπος («βέλος ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός», Ομ. Ιλ.) 2. ανωφελής, άχρηστος, περιττός («σὺ δ ἐτώσια πόλλ ἀγορεύσεις», Ησίοδ.) 3. αυτός που δεν έχει φθάσει εις πέρας, ανεκτέλεστος, ατέλειωτος («τὸ δ ἔργον… … Dictionary of Greek
καταύθι — καταῡθι (Α) επίρρ. και πάλι, άλλη μια φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὖθι(ς) «αμέσως»] … Dictionary of Greek
κηδεμόνας — ο, η (Α κηδεμών, όνος, ό) αυτός που επιβλέπει και φροντίζει άτομο ανήλικο ή υπεξούσιο (α. «να έρθεις στο σχολείο αύριο με τον κηδεμόνα σου» β. «τοῡδε γὰρ σὺ κηδεμών», Σοφ.) αρχ. (γενικά) 1. αυτός που έχει τη φροντίδα προσώπου ή πράγματος, ο… … Dictionary of Greek