1 καταυθι
Древнегреческо-русский словарь > καταυθι
καταύθι — καταῡθι (Α) επίρρ. και πάλι, άλλη μια φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὖθι(ς) «αμέσως»] … Dictionary of Greek