-
1 прореживать
αραιώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прореживать
-
2 разжижать
αραιώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разжижать
-
3 dilute
αραιώνω -
4 разбавлять
αραιώνω, διαλύωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разбавлять
-
5 разрыхлять
αραιώνω, βωλοκοπώ, σκαλίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разрыхлять
-
6 разредить
-ежу, -едишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разреженный, βρ: -жен, -жена, -женоρ.σ.μ.αραιώνω•разредить посадку деревьев αραιώνω το φυτώριο των δέντρων.
αραιώνω, -ομαι. -
7 разводить
1. (напр. мосты) ανοίγω 2. (растворять) διαλύω 3. (растения) καλλιεργώ 4. (животных) (εκ)τρέφωμεγαλώνω5. (огонь) ανάβω 6. (пары) ανεβάζω την πίεση 7. (пилу) κανονίζω/ρυθμίζω τους οδόντες (του πριονιού) 8. (расторгать чей-л. брак) δίνω/χορηγώ διαζύγιοδιαζευγνύω, χωρίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разводить
-
8 разрежать
1. (делать реже, отделив промежутками одно от другого) αραιώνω 2. (уменьшать плотность чего-л.делать менее насыщенным) αραιώνω, διαλύωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разрежать
-
9 разбавить
-
10 развести
развести 1) (вырастить) αναπαράγω, ανατρέφω* καλλιεργώ (растения) 2) (растворить) διαλύω, αραιώνω* * *2) ( растворить) διαλύω, αραιώνω -
11 растворить
-
12 разводить
разводитьнесов1. (отводить куда-л.) ὁδηγώ, συνοδεύω, μεταφέρω:\разводить детей по домам πηγαίνω τά παιδιά στά σπίτια τους· \разводить войска по квартирам τακτοποιώ τους στρατιώτες σέ σπίτια γιά κατάλυμα·2. воен.:\разводить часовых τοποθετώ (или βάζω) σκοπούς·3. (разъединять) ἀνοίγω, σηκώνω:\разводить мост σηκώνω τή γέφυρά4. (супругов) δίνω διαζύγιο, διαζευγνύω/ χωρίζω (разг)·5. (в разные стороны) ξεχωρίζω, χωρίζω:\разводить пилу ἀνοίγω τά δόντια πριονιοῦ·6. (растворять) διαλύω, ἀραιώνω:\разводить порошок в воде διαλύω τό σκονάκι στό νερό· \разводить тесто ἀραιώνω τό ζυμάρι·7. (выращивать) ἀνατρέφω, τρέφω (животных)/ καλλιεργώ (растения)·8. (разжигать) ἀνάβω:\разводить огонь ἀνάβω φωτιά· "\разводить костер ἀνάβω φωτιά (στό ὑπαιθρο)· \разводить пары σηκώνω ἀτμό· ◊ \разводить руками μένω σέ ἀμηχανία, κάνω κίνηση ἀμηχανίας. -
13 проредить
-реву, -редишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прореженный, βρ: -жен, -жена, -женоρ.σ.μ.αραιώνω•проредить чесноки αραιώνω τα σκόρδα.
-
14 разбавить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. αραιώνω• νερώνω•разбавить краску αραιώνω το χρώμα•
разбавить вино, молоко νερώνω το κρασί, το γάλα,
2. μτφ. ελαττώνω, μειώνω την αξία,αραιώνομαι (για υγρά). -
15 развести
ρ.σ.μ.1. οδηγώ• συνοδεύω• πηγαίνω σε διάφορα μέρη•развести пассажиров по каютам οδηγώ τους επιβάτες στις καμπίνες•
солдать по квартирам πηγαίνω τους στρατιώτες• στα καταλύματα.
(στρατ.) εγκατασταίνω, τοποθετώ•развести часовых εγκατασταίνω (βάζω) σκοπούς.
2. ξεχωρίζω, αποσπώ. || ανοίγω• αποσυνδέω, αποχωρίζω.3. διαλύω γάμο, χωρίζω.4. (απρόσ.) ραγίζω, σκάζω (για πάγο).5. προκαλώ, προξενώ• επιφέρω• σηκώνω•ветер -л волны ο άνεμος σήκωσε κύματα.
6. διαλύω, αραιώνω•развести порошок водою ή в воде διαλύω το σκονάκι με νερό, στο νερό•
развести тесто αραιώνω(μαλακώνω) το ζυμάρι.
|| νερώνω, αδυνατίζω•водку водой νερώνω τη βότκα.
7. πολλαπλασιάζω• θρέφω (ζώα). || καλλιεργώ, περιποιούμαι (φυτά).8. προξενώ, κάνω, δημιουργώ (κάτι. δυσάρεστο)•развести канитель δημιουργώ ιστορία•
-чепуху κάνω ανοησία, κουταμάρα.
9. ανάβω•развести огонь ανάβω φωτιά.
1. διαλύω το γάμο, χωρίζω, παίρνω διαζύγιο•году не прожили и уже -лись ένα χρόνο δεν έζησαν παντρεμένοι και χώρισαν πια.
2. πολλαπλασιάζομαι, πληθύνομαι•-лось много мышей πλήθυναν πολύ τα ποντίκια.
-
16 разжидить
-жижу, -жидишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разжиженный, βρ: -жен, жена, -женоρ.σ.μ. νερουλιάζω• αραιώνω• κάνω υδαρέστερο•сутг αραιώνω τη σούπα.
νερουλιάζω• αραιώνομαι, γίνομαι υδσ.ρέστερος. -
17 разомкнуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разомкнутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ. αποσυνδέω, ξεσυνδέω• αποσυνάπτω•разомкнуть электрический ток αποσυνδέω το ηλεκτρικό ρεύμα.
|| ανοίγω•разомкнуть веки ανοίγω τα βλέφαρα•
разомкнуть ворота шлюза ανοίγω την υδατοφρακτ ική θύρα.
|| αραιώνω τα διαστήματα•разомкнуть строй αραιώνω τη σύνταξη.
αποσυνδέομαι, ξεσυνδέομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
18 раствор
1. (однородная смесь с равномерным распределением одного вещества в среде другого) το διάλυματο μείγμαвыпадать из - а κατακάθομαι από το -, κατακρημνίζομαι από το -, образовывать - δημιουργώ -крепкий - ισχυρό -, συμπυκνωμένο -начальный - хим. αρχικό -пропитывающий - (противогнилостный) - συντήρησης, αντισηπτικό -строительный - το κονίαμα, η λάσπη οικοδομήςтравильный мет. - καθαρισμού (εμβάπτισης)травящий полигр. - χάραξηςфизиологический - мед. о ορός2. (расстояние между точками, элементами устройства и т п.) το άνοιγμα· - антенны - της κεραίας- ράουλωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раствор
-
19 вразрядку
вразрядкунареч:набирать \вразрядку полигр. διαστηματίζω, ἀραιώνω (τά γράμματα). -
20 мельчать
мельч||атьнесов1. ἐλαττώνομαι, ἀραιώνω:река \мельчатьа́ет τό ποτάμι ρηχαίνει·2. перен φτηναίνω, ξεφτίζω / ἐκφυλίζομαι (вырождаться).
См. также в других словарях:
αραιώνω — αραιώνω, αραίωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: αραιώνω, αραιώνομαι : χρησιμοποιείται σπάνια στην παθητική φωνή, κυρίως με την έννοια → με αραιώνει κάποιος. Το αραιώνω σημαίνει και κάνω κάτι αραιό ή λιγότερο πυκνό και → γίνομαι αραιός ή λιγότερο πυκνός … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αραιώνω — (AM ἀραιῶ, όω) κάνω κάτι αραιό, χαλαρό, πορώδες νεοελλ. 1. (για πρόσωπα και πράγματα) μεγαλώνω τα κενά διαστήματα μεταξύ τους 2. ελαττώνω τη συχνότητα πράξεων ή συνηθειών 3. γίνομαι αραιός ή πιο αραιός απ όσο ήμουν, γίνομαι λιγότερο συχνός… … Dictionary of Greek
αραιώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, μτβ. 1. κάνω αραιό κάτι που είναι πυκνό: Να την αραιώσεις λίγο τη σούπα. 2. μεγαλώνω την απόσταση που χωρίζει ομοειδή πράγματα: Αραίωσε ακόμη τα καθίσματα. 3. λιγοστεύω, χαλαρώνω κάποια σχέση: Θα αραιώσω ακόμη περισσότερο τις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναριεύω — [ανάριος] 1. τοποθετώ σε αραιά διαστήματα, αραιώνω 2. κάνω αραίωση, αφαιρώ, λιγοστεύω 3. κάνω κάτι αραιό κατά τη σύστασή του ανακατεύοντας το με νερό, αραιώνω 4. τοποθετούμαι σε αραιά διαστήματα, απομακρύνομαι από κάποιον 5. μετατοπίζομαι για να… … Dictionary of Greek
αραιώνομαι — αραιώνομαι, αραιώθηκα, αραιωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: αραιώνω, αραιώνομαι : χρησιμοποιείται σπάνια στην παθητική φωνή, κυρίως με την έννοια → με αραιώνει κάποιος. Το αραιώνω σημαίνει και κάνω κάτι αραιό ή λιγότερο πυκνό και → γίνομαι αραιός ή… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλαργεύω — 1. απομακρύνομαι, ξεμακραίνω, ξαλαργεύω 2. αραιώνω τις σχέσεις μου με κάποιον, αποτραβιέμαι 3. τοποθετώ κάτι μακριά, απομακρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργα. ΠΑΡ. νεοελλ. αλάργεμα, αλαργεμός, αλάργεψη] … Dictionary of Greek
αναριάζω — [ανάρια] αραιώνω, αναριεύω … Dictionary of Greek
αναριώνω — κάνω κάτι ανάριο, αραιό, αραιώνω … Dictionary of Greek
αραιός — ή, ό (AM ἀραιός, ά, όν) 1. ο μη πυκνός στη σύστασή του 2. αυτός που έχει κενά κατά διαστήματα ΙΙ νεοελλ. όποιος δεν γίνεται συχνά αρχ. 1. ο ασθενικός, ο άτονος 2. ο στενός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀραιά η γαστήρ, η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η … Dictionary of Greek
διαγραίνω — [γραίνω] αραιώνω τα έρια με τα δάχτυλα για να διευκολυνθεί η ξάνση … Dictionary of Greek
εξαραιώ — (Α ἐξαραιῶ, όω) κάνω κάτι αραιό κατά τη σύστασή του, αραιώνω … Dictionary of Greek