-
1 воспитать
-
2 развести
развести 1) (вырастить) αναπαράγω, ανατρέφω* καλλιεργώ (растения) 2) (растворить) διαλύω, αραιώνω* * *2) ( растворить) διαλύω, αραιώνω -
3 вскормить
-млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вскормленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.τρέφω, μεγαλώνω (ζώα, πτηνά). || ανατρέφω, διαπαιδαγωγώ•вскормить героя-сына ανατρέφω παιδί-ήρωα.
-
4 вырастить
вырастить, выращивать ( ανατρέφω, μεγαλώνω· καλλι εργώ (растения)' \вырастить богатый урожай αποκτώ μεγάλη σοδιά* * *= выращивать(ανα)τρέφω, μεγαλώνω; καλλιεργώ ( растения)вы́растить бога́тый урожа́й — αποκτώ μεγάλη σοδιά
-
5 воспитать
воспитатьсоз., воспитывать несов διαπαιδαγωγώ, ἀνατρέφω/ διαπλάθω (характер)/ καλλιεργώ (какое-л. качество):\воспитатьси́лу воли καλλιεργώ ἰσχυρή θέληση. -
6 вскармливать
вскармливатьнесов τρέφω, θρέφω, ἀνατρέφω:\вскармливать грудью θηλάζω, γαλουχώ. -
7 вынянчить
вынянчитьсов ἀνατρέφω, κανακεύω. -
8 выпестовать
выпестоватьсое. ἀνατρέφω, κανακεύω. -
9 выращивать
выращиватьнесов τρέφω, ἀνατρέφω, μεγαλώνω (детей, животных)! φυτοκο-μῶ, καλλιεργώ, φυτεύω (растения):\выращивать кадры δημιουργώ (или ἀναπτύσσω) στελέχη. -
10 выхаживать
выхаживатьнесов1. (больного) νοσηλεύω, περιποιοδμαι, γιατρεύω·2. (выращивать) περιποιούμαι, διατρέφω, ἀνατρέφω, τρέφω, μεγαλώνω/ φυτοκομῶ (растения). -
11 нога
ног||аж τό πόδι, τό ποδάρι, ὁ ποῦς (ступня)/ χό σκέλος, ἡ κνήμη, ἡ γάμπα (от ступни до колена):длинные ноги τά μακρυά πόδια· положить но́гу на \ногау βάζω τό ἕνα πόδι ἐπάνω στό ἄλλο· сбить кого-л. с ног ρίχνω κάποιον κάτω· наступить кому-л. на \ногау πατώ τό πόδι κάποιου· у меня но́ги подкашиваются τρέμουν τά πόδια μου, μοῦ κόβονται τά γόνατα· на \ногаах не стоит δέν στέκεται στά πόδια του· босой \ногао́й ξυπόλητος, ἀνυποδητί· задние но́ги τά πισινά πόδια· передние но́гн τά μπροστινά πόδια· на бо́су(ю) ногу ξυπόλητος· ◊ перенести болезнь на \ногаа́х περνώ τήν ἀρρώστεια στό πόδι· кланяться в но́ги κάνω ἐδαφιαία ὑπόκλισή идти в но́гу а) πηγαίνω, βαδίζω μέ ταιριαστό βήμα, б) перен συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· связа́ть кого-л. по рукам и \ногаам разг δένω κάποιον χεροπόδαρα, δεσμεύω κάποιον протянуть но́ги разг перен τά τινάζω, τινάζω τά πέταλα· с головы до ног πατό-κορφα, ἀπό τήν κορφή ὡς τά νύχια· бежать со всех ног разг τρέχω μέ τά τέσσερα, τό βάζω στά πόδια· быть без ног (от усталости) разг ξεποδαριάστηκα, μοῦ κόπηκαν τά πόδια μου· еле волочить ноги μόλις σέρνω τά πόδια μου· поставить (поднять) кого-л. на \ногаи а) κάνω καλά (вылечить), б) ἀνατρέφω (воспитать)· поднять всех на \ногаи ἀναστατω, σηκώνω ὅλον τόν κόσμο στό ποδάρι· топтать \ногаами τσαλαπατώ, ποδοπατώ· жить на широкую ногу κάνω πολυέξοδη ζωή· вверх \ногаами а) ἀνάποδα, μέ τά πόδια πάνω, б) перен εἶμαι ἄνω κάτω· быть на короткой \ногае с кем-л. είμαστε στενοί φίλοι μέ κάποιον стоять одной \ногаой в могиле εἶμαι μέ τό δνα πόδι στον τάφο· моей \ногай у вас не будет δέν θά ξαναπατήσω τό πόδι μου ἐδῶ· встать с левой \ногай στραβοκοιμήθηκα, εἶμαι κακοδιάθετος, δέν εἶμαι στά κέφια μου· унести́ ио́ги разг τό βάζω στά πόδια· не чувствовать под собой ног (от радости) πετώ ἀπ' τή χαρά μου· хромать на обе \ногай πηγαίνω πολύ ἀσχημα· κ \ногаέ! воен. παρά πόδα! -
12 разводить
разводитьнесов1. (отводить куда-л.) ὁδηγώ, συνοδεύω, μεταφέρω:\разводить детей по домам πηγαίνω τά παιδιά στά σπίτια τους· \разводить войска по квартирам τακτοποιώ τους στρατιώτες σέ σπίτια γιά κατάλυμα·2. воен.:\разводить часовых τοποθετώ (или βάζω) σκοπούς·3. (разъединять) ἀνοίγω, σηκώνω:\разводить мост σηκώνω τή γέφυρά4. (супругов) δίνω διαζύγιο, διαζευγνύω/ χωρίζω (разг)·5. (в разные стороны) ξεχωρίζω, χωρίζω:\разводить пилу ἀνοίγω τά δόντια πριονιοῦ·6. (растворять) διαλύω, ἀραιώνω:\разводить порошок в воде διαλύω τό σκονάκι στό νερό· \разводить тесто ἀραιώνω τό ζυμάρι·7. (выращивать) ἀνατρέφω, τρέφω (животных)/ καλλιεργώ (растения)·8. (разжигать) ἀνάβω:\разводить огонь ἀνάβω φωτιά· "\разводить костер ἀνάβω φωτιά (στό ὑπαιθρο)· \разводить пары σηκώνω ἀτμό· ◊ \разводить руками μένω σέ ἀμηχανία, κάνω κίνηση ἀμηχανίας. -
13 bring up
1) (to rear or educate: Her parents brought her up to be polite.) ανατρέφω2) (to introduce (a matter) for discussion: Bring the matter up at the next meeting.) φέρνω σε συζήτηση -
14 nurture
-
15 raise
[reiz] 1. verb1) (to move or lift to a high(er) position: Raise your right hand; Raise the flag.) σηκώνω, υψώνω, ανεβάζω2) (to make higher: If you paint your flat, that will raise the value of it considerably; We'll raise that wall about 20 centimetres.) υψώνω, αυξάνω3) (to grow (crops) or breed (animals) for food: We don't raise pigs on this farm.) καλλιεργώ/ (εκ)τρέφω4) (to rear, bring up (a child): She has raised a large family.) ανατρέφω, μεγαλώνω5) (to state (a question, objection etc which one wishes to have discussed): Has anyone in the audience any points they would like to raise?) θίγω6) (to collect; to gather: We'll try to raise money; The revolutionaries managed to raise a small army.) συγκεντρώνω7) (to cause: His remarks raised a laugh.) προκαλώ8) (to cause to rise or appear: The car raised a cloud of dust.) σηκώνω9) (to build (a monument etc): They've raised a statue of Robert Burns / in memory of Robert Burns.) χτιζω, ανεγείρω10) (to give (a shout etc).) βγάζω (κραυγή)11) (to make contact with by radio: I can't raise the mainland.) πιάνω, έρχομαι σε επαφή (με ασύρματο)2. noun(an increase in wages or salary: I'm going to ask the boss for a raise.) αύξηση- raise hell/Cain / the roof
- raise someone's spirits -
16 rear
I 1. [riə] noun1) (the back part of something: There is a second bathroom at the rear of the house; The enemy attacked the army in the rear.) πίσω μέρος: νώτα2) (the buttocks, bottom: The horse kicked him in his rear.) οπίσθια2. adjective(positioned behind: the rear wheels of the car.) οπίσθιος, πίσω- rearguard II [riə] verb1) (to feed and care for (a family, animals etc while they grow up): She has reared six children; He rears cattle.) ανατρέφω: (εκ)τρέφω2) ((especially of a horse) to rise up on the hind legs: The horse reared in fright as the car passed.) σηκώνομαι στα πίσω πόδια3) (to raise (the head etc): The snake reared its head.) υψώνω, σηκώνω•- rear up -
17 вынянчить
[βύνιντσιτ'] ρ. ανατρέφω -
18 вынянчить
[βύνιντσιτ'] ρ ανατρέφω -
19 воспитать
ρ.σ.μ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -питанный, βρ: -тан, -а, -о.1. ανατρέφω, διαπαιδαγωγώ, εκπαιδεύω.2. καλλιεργώ (φυτά). || τρέφω, μεγαλώνω (ζώα).1. ανατρέφομαι, διαπαιδαγωγούμαι• εκπαιδεύομαι.2. καλλιεργούμαι. || τρέφομαι, μεγαλώνω. -
20 вспоить
-ою, -ои/шь, κ. -о/ишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вспоенный, βρ: -оен, -а, -о, κ. вспоенный, βρ: -оен, -оена, -оеноρ.σ.μ.γαλουχώ. || μτφ. μορφώνω, ανατρέφω, διαπαιδαγωγώ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανατρέφω — και αναθρέφω, ανέθρεψα και ανάθρεψα βλ. πίν. 219 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανατρέφω — και αναθρέφω θρεψα, θράφηκα και θρέφτηκα, θραμμένος και θρεμμένος 1. δίνω σε ανήλικο τα μέσα να διατραφεί, να αναπτυχθεί, τον μεγαλώνω: Ανάθρεψα και τα ανίψια μου για να τα δω καλούς ανθρώπους. 2. εκπαιδεύω, μορφώνω: Ξέρει να αναθρέψει σωστά τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανατρέφω — (και θρέφω) (AM ἀνατρέφω) 1. συντηρώ και διατρέφω παιδιά 2. διαπαιδαγωγώ 3. επιστατώ, επιβλέπω αρχ. 1. ενεργ. διεγείρω το φρόνημα 2. (παθ., ομαι) συνέρχομαι από αρρώστια … Dictionary of Greek
ἀναθρέψουσιν — ἀνατρέφω bring up aor subj act 3rd pl (epic) ἀνατρέφω bring up fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀνατρέφω bring up fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθρέψω — ἀνατρέφω bring up aor subj act 1st sg ἀνατρέφω bring up fut ind act 1st sg ἀνατρέφω bring up aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατεθραμμένα — ἀνατρέφω bring up perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀνατεθραμμένᾱ , ἀνατρέφω bring up perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀνατεθραμμένᾱ , ἀνατρέφω bring up perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατροφῇ — ἀνατρέφω bring up pres subj mp 2nd sg (epic) ἀνατρέφω bring up pres ind mp 2nd sg (epic) ἀνατρέφω bring up pres subj act 3rd sg (epic) ἀνατροφῆι , ἀνατροφεύς nurturer masc dat sg (epic ionic) ἀνατροφή education fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατράφην — ἀνατρέφω bring up pres inf act (doric aeolic) ἀνατρέφω bring up aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἀνατρέφω bring up aor ind pass 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατρέφετε — ἀνατρέφω bring up pres imperat act 2nd pl ἀνατρέφω bring up pres ind act 2nd pl ἀνατρέφω bring up imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατρέφῃ — ἀνατρέφω bring up pres subj mp 2nd sg ἀνατρέφω bring up pres ind mp 2nd sg ἀνατρέφω bring up pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαιδεύω — ανατρέφω κακώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + παιδεύω «ανατρέφω»] … Dictionary of Greek