-
41 редеть
[ριναέτ'] ρ. αραιώνω -
42 разбавлять
[ραζμπαβλγιάτ'] ρ αραιώνω -
43 разжижать
[ραζζυζάτ'] ρ αραιώνω -
44 разрежать
[ραζριζάτ'] ρ αραιώνω -
45 βάζω τα κλάματα
[ραζρυχλγιάτ’] ρ αραιώνω το χώμα -
46 разрыхлять
[ραζρυχλγιάτ’] ρ αραιώνω το χώμα -
47 рассредоточивать
[ρασσριντατότσιβατ'] ρ αραιώνω -
48 редеть
[ριναέτ'] ρ αραιώνω -
49 заредеть
-еет ρ,σ. αρχίζω να αραιώνω•деревья -ли τα δέντρα αραίωσαν.
-
50 засквозить
-зитρ.σ.1. αραιώνω, αρχίζω να διαπερνιέμαι, από το φως.2. φαίνομαι, διακρίνομαι ανάμεσα απο•через ветви деревьев -ло небо ανάμεσα από τα κλαδιά των δέντρων φάνηκε ο ουρανός.
-
51 изредить
-ежу, -едишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изрежённый, βρ: -жён, -жена, -жено κ. изрежен, -а, -оρ.σ.μ.(συνήθως για φυτά) αραιώνω. -
52 поредеть
-еетρ.σ. αραιώνω. || γίνομαι ολιγάριθμος, λιγοστεύω. -
53 разрядить
-яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разряженный, βρ: - -жен, -а, -оρ.σ.μ. καλοντύνω, στολίζω, λουσάρω.καλοντύνομαι, λαμπροφοριέμαι, στολίζομαι.-яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разряженный, βρ: -жен, -жена, -жено κ. разряженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. απογεμίζω•разрядить руж απογεμίζω το όπλο.
|| αδειάζω, ρίχνω•разрядить ружь в мишень αδειάζω το όπλο στο στόχο.
2. εκφορτίζω, εκκενώνω•разрядить аккумулятор εκκενώνω το συσσωρευτή.
3. μτφ. χαλαρώνω, μειώνω την ένταση• εκτονώνω•разрядить на-гфяжнность международной обстановки δημιουργώ ύφεση στη διεθνή κατάσταση.
4. αραιώνω τα γράμματα στις λέξεις.1. απογεμί-μα ι, εκκενώνομαι (για όπλο).2. (ηλεκτρ.) εκφορτίζομαι, εκκενώνομαι.3. μτφ. εκτονώνομαι. -
54 рассадить
-сажу, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. καθίζω, βάζω να καθίσει σε θέση•рассадить гостей βάζω τους προσκαλεσμένους στις θέσεις.
2. χωρίζω, βάζω να καθίσουν χωριστά•рассадить поссорившихся детей βάζω να καθίσουν χωριστά τα παιδιά που μάλωσαν.
3. φυτεύω σχηματικά. || αραιώνω, βγάζω για μεταφύτευση.4. σπάζω (με χτύπημα)• σχίζω•рассадить тарелку σπάζω το πιάτο.
|| τραυματίζω• χτυπώ δυνατά•рассадить голову χτυπώ δυνατά το κεφάλι.
-
55 рассредоточить
-чу, -чишьρ.σ.μ. αποκεντρώνω• κατατέμνω, αραιώνω.αποκεντρώνομαι, κατατέμνομαι, αραιώνομαι,. -
56 рассыпать
-плю, -плешь, προστκ. рассыпь ρ.σ.μ.1. (δια)σκορπίζω, διασπείρω• χύνω•рассыпать по скатерти соль χύνω το αλάτι στο τραπεζομάντηλο•
всю муку она -ла на пол όλο το αλεύρι αυτή το έχυσε στο πάτωμα•
рассыпать уголь σκορπίζω το κάρβουνο•
рассыпать сено σκορπίζω το χόρτο.
2. ρίχνω•рассыпать муку по мешкам ρίχνω αλεύριστα τσουβάλια.
3. (για μαλλιά) αφήνω να πέσουν, να κρέμονται.4. αραιώνω•рассыпать роту δίνωαραιά διάταξη στο λόχο.
1. (δια)σκορπίζομαι, διασπείρομαι.2. πέφτω, γίνομαι κομμάτια, κομματιάζομαι.3. (για μαλλιά) πέφτω, κρέμομαι•е волосы -лись прядами по плечам τα μαλλιά της έπεφταν μπούκλες στους ώμους.
4. (για πλήθος, κοπάδι) φεύγω προς διάφορες κατευθύνσεις• σκορπίζω, -ομαι• χωρίζομαι, κατανέμομαι, μοιράζομαι•охотники -лись по лесу οι κυνηγοί σκόρπισαν στο δάσος.
5. διαχέομαι• αναλύομαι•рассыпать в коплиментах κάνω πολλά κοπλιμέντα•
рассыпать в похвалах εγκωμιάζω πολύ, πλέκω εγκώμια.
6. ηχώ (διακοφτά, τρεμουλιαστά). || διαδίδομαι, ακούομαι (για γέλιο, κελάηδημα κ.τ.τ.).ρ.δ.βλ. рассыпать.βλ. рассыпаться. -
57 редеть
-еетρ.δ. αραιώνω, γίνομαι αραιός•-ют волосы на голове αραιώνουν τα μαλλιά στο κεφάλι.
-
58 aérer
1) αερίζω2) αραιώνω -
59 thin
1) αραιός2) αραιώνω3) λιγνός4) ψιλός
См. также в других словарях:
αραιώνω — αραιώνω, αραίωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: αραιώνω, αραιώνομαι : χρησιμοποιείται σπάνια στην παθητική φωνή, κυρίως με την έννοια → με αραιώνει κάποιος. Το αραιώνω σημαίνει και κάνω κάτι αραιό ή λιγότερο πυκνό και → γίνομαι αραιός ή λιγότερο πυκνός … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αραιώνω — (AM ἀραιῶ, όω) κάνω κάτι αραιό, χαλαρό, πορώδες νεοελλ. 1. (για πρόσωπα και πράγματα) μεγαλώνω τα κενά διαστήματα μεταξύ τους 2. ελαττώνω τη συχνότητα πράξεων ή συνηθειών 3. γίνομαι αραιός ή πιο αραιός απ όσο ήμουν, γίνομαι λιγότερο συχνός… … Dictionary of Greek
αραιώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, μτβ. 1. κάνω αραιό κάτι που είναι πυκνό: Να την αραιώσεις λίγο τη σούπα. 2. μεγαλώνω την απόσταση που χωρίζει ομοειδή πράγματα: Αραίωσε ακόμη τα καθίσματα. 3. λιγοστεύω, χαλαρώνω κάποια σχέση: Θα αραιώσω ακόμη περισσότερο τις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναριεύω — [ανάριος] 1. τοποθετώ σε αραιά διαστήματα, αραιώνω 2. κάνω αραίωση, αφαιρώ, λιγοστεύω 3. κάνω κάτι αραιό κατά τη σύστασή του ανακατεύοντας το με νερό, αραιώνω 4. τοποθετούμαι σε αραιά διαστήματα, απομακρύνομαι από κάποιον 5. μετατοπίζομαι για να… … Dictionary of Greek
αραιώνομαι — αραιώνομαι, αραιώθηκα, αραιωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: αραιώνω, αραιώνομαι : χρησιμοποιείται σπάνια στην παθητική φωνή, κυρίως με την έννοια → με αραιώνει κάποιος. Το αραιώνω σημαίνει και κάνω κάτι αραιό ή λιγότερο πυκνό και → γίνομαι αραιός ή… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλαργεύω — 1. απομακρύνομαι, ξεμακραίνω, ξαλαργεύω 2. αραιώνω τις σχέσεις μου με κάποιον, αποτραβιέμαι 3. τοποθετώ κάτι μακριά, απομακρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργα. ΠΑΡ. νεοελλ. αλάργεμα, αλαργεμός, αλάργεψη] … Dictionary of Greek
αναριάζω — [ανάρια] αραιώνω, αναριεύω … Dictionary of Greek
αναριώνω — κάνω κάτι ανάριο, αραιό, αραιώνω … Dictionary of Greek
αραιός — ή, ό (AM ἀραιός, ά, όν) 1. ο μη πυκνός στη σύστασή του 2. αυτός που έχει κενά κατά διαστήματα ΙΙ νεοελλ. όποιος δεν γίνεται συχνά αρχ. 1. ο ασθενικός, ο άτονος 2. ο στενός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀραιά η γαστήρ, η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η … Dictionary of Greek
διαγραίνω — [γραίνω] αραιώνω τα έρια με τα δάχτυλα για να διευκολυνθεί η ξάνση … Dictionary of Greek
εξαραιώ — (Α ἐξαραιῶ, όω) κάνω κάτι αραιό κατά τη σύστασή του, αραιώνω … Dictionary of Greek