-
1 αποσυρω
1) срывать(τὰς ἐπάλξεις Thuc.)
2) раздирать(μέτωπον ἐς ὀστέον Theocr.)
3) разрывать, выравнивать(τέν ἐπιπολῆς γῆν Polyb.)
4) сметать, прогонять(τοὺς πολεμίους Polyb.)
-
2 ἀποσύρω
ἀποσύρω [ῡ],A tear away, S.Fr. 416, EM127.19;φλυκταίνας Philum. Ven.33.3
; torn flesh,Gal.
13.457, cf. Orib.44.18.2 ([voice] Pass.);τὰς ἐπάλξεις Th.7.43
; but τοὺς πολεμίους (sc. ἀπὸ τοῦ τείχους) Plb.10.15.1; lay bare, strip,μέτωπον ἐς ὀστέον Theoc.22.105
,τὴν ἐπιπολῆς γῆν Plb.34.10.10
; skim off,τὸ πιμελῶδες Sor.2.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποσύρω
-
3 ἀποσύρω
ἀποσύρω 1 aor. 3 pl. ἀπέσυραν 4 Macc. 9:28 cod. A; inf. ἀποσῦραι (Thu. et al.; 4 Macc 9:28; Jos., Bell. 3, 243, C. Ap. 2, 114) to tear away someth. and so lay bare, tear/scrape off τὶ someth. of skin (Alciphron 3, 32, 2 τὸ δέρμα τ. κεφαλῆς) MPol 8:3.—DELG s.v. σύρω. -
4 αποσύρω
(αόρ. απόσυρα и απέσυρα) μετ.1) оттаскивать назад; убирать; удалять;αποσύρω τα χώματα από τον δρόμο — убрать землю с дороги;
2) прям., перен. брать обратно, забирать; снимать, отменять;αποσύρω χρήματα από το ταμιευτήριο — снять деньги со сберкнижки;
αποσύρω αγωγήν — прекращать иск;
αποσύρω τα παιδιά μου από το σχολείο — забирать детей из школы;
αποσύρω την πρόταση μου — снимать своё предложение;
αποσύρω τό θέμα απ' την ημερήσια διάταξη — снимать вопрос с повестки дня;
αποσύρω την υποψηφιότητα μου — отвести свою кандидатуру, сделать самоотвод;
3) отзывать, отводить (войска и т. п.);1) — удаляться; — отходить; — уходить;αποσύρομαι
αποσύρομαι στο δωμάτιο μου — уходить в свою комнату;
αποσύρομαι στην επαρχία — удаляться в провинцию;
αποσύρομαι γιά ύπνο — отходить ко сну;
2) отступать, отходить (о войсках);3) оставлять (работу и т. п.), отходить от дел -
5 ἀποσύρω
+ V 0-0-0-0-1=1 4 Mc 9,28to tear away; see ἀποσυρίζω -
6 ἀποσύρω
ἀπο-σύρω, abziehen, abreißen; übh. wegschaffen -
7 αποσύρω
geri çekmek, geri almak -
8 αποσύρω
withdrawΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αποσύρω
-
9 αποσύρω χρήματα
-
10 изъять
αποσύρω, αφαιρώ, βγάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изъять
-
11 αποσύρη
ἀποσύ̱ρῃ, ἀποσύρωtear away: aor subj mid 2nd sgἀποσύ̱ρῃ, ἀποσύρωtear away: aor subj act 3rd sgἀποσύ̱ρῃ, ἀποσύρωtear away: pres subj mp 2nd sgἀποσύ̱ρῃ, ἀποσύρωtear away: pres ind mp 2nd sgἀποσύ̱ρῃ, ἀποσύρωtear away: pres subj act 3rd sg -
12 ἀποσύρῃ
ἀποσύ̱ρῃ, ἀποσύρωtear away: aor subj mid 2nd sgἀποσύ̱ρῃ, ἀποσύρωtear away: aor subj act 3rd sgἀποσύ̱ρῃ, ἀποσύρωtear away: pres subj mp 2nd sgἀποσύ̱ρῃ, ἀποσύρωtear away: pres ind mp 2nd sgἀποσύ̱ρῃ, ἀποσύρωtear away: pres subj act 3rd sg -
13 αποσεσυρμένα
ἀποσύρωtear away: perf part mp neut nom /voc /acc plἀποσεσυρμένᾱ, ἀποσύρωtear away: perf part mp fem nom /voc /acc dualἀποσεσυρμένᾱ, ἀποσύρωtear away: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
14 ἀποσεσυρμένα
ἀποσύρωtear away: perf part mp neut nom /voc /acc plἀποσεσυρμένᾱ, ἀποσύρωtear away: perf part mp fem nom /voc /acc dualἀποσεσυρμένᾱ, ἀποσύρωtear away: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
15 αποσυρόμεθα
ἀποσῡρόμεθα, ἀποσύρωtear away: aor subj mid 1st pl (epic)ἀποσῡρόμεθα, ἀποσύρωtear away: pres ind mp 1st plἀποσῡρόμεθα, ἀποσύρωtear away: imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) -
16 ἀποσυρόμεθα
ἀποσῡρόμεθα, ἀποσύρωtear away: aor subj mid 1st pl (epic)ἀποσῡρόμεθα, ἀποσύρωtear away: pres ind mp 1st plἀποσῡρόμεθα, ἀποσύρωtear away: imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) -
17 αποσύρει
ἀποσύ̱ρει, ἀποσύρωtear away: aor subj act 3rd sg (epic)ἀποσύ̱ρει, ἀποσύρωtear away: pres ind mp 2nd sgἀποσύ̱ρει, ἀποσύρωtear away: pres ind act 3rd sg -
18 ἀποσύρει
ἀποσύ̱ρει, ἀποσύρωtear away: aor subj act 3rd sg (epic)ἀποσύ̱ρει, ἀποσύρωtear away: pres ind mp 2nd sgἀποσύ̱ρει, ἀποσύρωtear away: pres ind act 3rd sg -
19 απέσυρεν
ἀποσύρωtear away: aor ind pass 3rd pl (epic)ἀπέσῡρεν, ἀποσύρωtear away: aor ind act 3rd sgἀπέσῡρεν, ἀποσύρωtear away: imperf ind act 3rd sg -
20 ἀπέσυρεν
ἀποσύρωtear away: aor ind pass 3rd pl (epic)ἀπέσῡρεν, ἀποσύρωtear away: aor ind act 3rd sgἀπέσῡρεν, ἀποσύρωtear away: imperf ind act 3rd sg
См. также в других словарях:
αποσύρω — αποσύρω, απέσυρα (σπάν. απόσυρα) βλ. πίν. 217 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποσύρω — κ. σέρνω (AM ἀποσύρω) νεοελλ. 1. σύρω προς τα πίσω, απομακρύνω, αποτραβώ 2. σέρνω, τραβώ προς τα έξω 3. παίρνω πίσω αυτό που έχω καταθέσει (χρήματα, αγωγή, μήνυση κ.λπ.) απομακρύνομαι, αποχωρώ, αποτραβιέμαι, παραιτούμαι αρχ. αποσπώ, απογυμνώνω … Dictionary of Greek
αποσύρω — όσυρα, ύρθηκα, υρμένος 1. αποτραβώ, απομακρύνω: Αποφάσισαν να αποσύρουν το παιδί τους από το σχολειό που φοιτά. 2. παίρνω πίσω κάτι που έχω καταθέσει: Θα αποσύρει τα χρήματά της από την τράπεζα. 3. το μέσ., αποσύρομαι, αποχωρώ, απομακρύνομαι:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποσεσυρμένα — ἀποσύρω tear away perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀποσεσυρμένᾱ , ἀποσύρω tear away perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀποσεσυρμένᾱ , ἀποσύρω tear away perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέσυρεν — ἀποσύρω tear away aor ind pass 3rd pl (epic) ἀπέσῡρεν , ἀποσύρω tear away aor ind act 3rd sg ἀπέσῡρεν , ἀποσύρω tear away imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσεσυρμένον — ἀποσύρω tear away perf part mp masc acc sg ἀποσύρω tear away perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσυρέντα — ἀποσύρω tear away aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποσύρω tear away aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσύρη — ἀποσύρω tear away aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσεσυρμένου — ἀποσύρω tear away perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσεσυρμένῳ — ἀποσύρω tear away perf part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσυρείς — ἀποσύρω tear away aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)