Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αποσύρω

  • 61 обращение

    обращени||е
    с
    1. (превращение) ἡ με-ταμόρφωση [-ις], ἡ μεταβολή·
    2. (оборот, круговорот) ἡ κυκλοφορία:
    товарное \обращение ἡ ἐμπορευματική κυκλοφορία· денежное \обращение ἡ νομισματική κυκλοφορία· \обращение планет астр. ἡ περιστροφή τών πλανητών пускать в \обращение что-л. βάζω σέ κυκλοφορία, κυκλοφορώ· изъять из \обращениея ἀποσύρω ἀπό τήν κυκλοφορία·
    3. (обхождение с кем-либо) τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά, ἡ μεταχείριση:
    дурное \обращение ἡ κακομεταχείριση, ἡ κακή συμπεριφορά· вежливое \обращение ἡ καλή συμπεριφορά, ἡ εὐγένεια·
    4. (умение пользоваться, применять) ὁ χειρισμός, ἡ χρήσις·
    5. (призыв) τό διάγγελμα:
    \обращение к избирателям τό διάγγελμα προς τους ἐκλογείς· \обращение к народу τό διάγγελμα προς τό λαό· опубликовать \обращение δημοσιεύω διάγγελμα·
    6. грам. ἡ προσφώνησις· ◊ \обращение в веру ὁ προσηλυτισμός· \обращение в рабство ἡ ὑποδούλωση, ὁ ἐξανδραποδισμός.

    Русско-новогреческий словарь > обращение

  • 62 отдергивать

    отдергивать
    несов, отдернуть сов
    1. (занавески и т. п.) τραβῶ, σύρω, ἀνοί-γω·
    2. (руку и т. п.) τραβῶ, ἀποσύρω, ἀφαιρώ.

    Русско-новогреческий словарь > отдергивать

  • 63 оттягивать

    оття||гивать
    несов
    1. τραβῶ κατά μέρος, σύρω κατά μέρος (в сторону) / τραβώ πίσω, σύρω πίσω (назад):
    \оттягивать курок σηκώνω τόν πετεινό· \оттягивать войска ἀποσύρω τά στρατεύματα·
    2. (на более поздний срок) ἀναβάλλω, τραινάρω, βραδύνω·
    3. тех. (путем ковки) τραβώ· ◊ \оттягивать время κερδίζω χρόνο.

    Русско-новогреческий словарь > оттягивать

  • 64 резерв

    резерв
    м в разн. знач. ἡ ἐφεδρεία:
    продовольственные \резервы οἱ ἐφεδρείες τροφίμων \резервы производства οἱ ἐφεδρείες Τής παραγωγής· людские \резервы οἱ ἐφεδρείες ἀνθρώπων трудовые \резервы οἱ μαθητές των ἐπαγγελματικών σχολών, οἱ ἐργατικές ἐφεδρείες· быть в \резерве εἶμαι σέ ἐφεδρεία, διατελώ ἐν ἐφεδρία· отвести полк в \резерв ἀποσύρω τό σύνταγμα στήν ἐφεδρεία· иметь в \резерве ἔχω σέ ἐφεδρεία

    Русско-новогреческий словарь > резерв

  • 65 самоотвод

    самоотвод
    м:
    брать \самоотвод ἀποσύρω τήν ὑποψηφιότητά μου, ζητώ τήν ἀπαλλαγή μου ἀπό ὑποψήφιος.

    Русско-новогреческий словарь > самоотвод

  • 66 уводить

    увод||и́ть
    несов
    1. ὁδηγώ κάπου, ἀπομακρύνω,^ (αποτραβώ, ἀποσύρω, ἀποκομίζω:
    \уводитьи́ть детей домой πηγαίνω τά παιδιά στό σπίτι· \уводитьи́ть в плен παίρνω αἰχμάλωτο·
    2. (похищать) ἀπάγω, ἀρπάζω.

    Русско-новогреческий словарь > уводить

  • 67 удалять

    удалять
    несов
    1. ἀπομακρύνω, ἀποσύρω·
    2. (устранять) βγάζω, ἐξαλείφω:
    \удалять пятно́ βγάζω τό λεκέ, ἐξαλείφω κηλίδα· \удалять зуб βγάζω τό δόντι· \удалять волосы ἀπο-ψιλῶ, ἀποτριχώνω, μαδώ·
    3. (заставлять уйти, уехать) διώχνω, ἐκδιώκω, ἀποβάλλω.

    Русско-новогреческий словарь > удалять

  • 68 κυκλοφορία

    η
    1) круговорот, (круго)оборот; циркуляция; обращение (денег и т. п.);

    κυκλοφορία του αίματος — кровообращение;

    εμπορευματική (νομισματική) κυκλοφορία — товарное (денежное) обращение;

    θέτω ( — или βάζω) σε κυκλοφορία — а) пускать в обращение; — б) выпускать; — распространять;

    αποσύρω από την κυκλοφορία — изъять из обращения;

    2) уличное движение;

    κυκλοφορία διπλής φοράς — двустороннее движение;

    3) тираж (газеты, журнала и т. п.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κυκλοφορία

  • 69 υποψηφιότητα

    [-ης (-ητος)] η кандидатура;

    βάζω ( — или θέτω, υποβάλλω) υποψηφιότητα — выставлять кандидатуру;

    αποσύρω την υποψηφιότητα μου снять свою кандидатуру

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υποψηφιότητα

  • 70 απεσύρατο

    ἀπεσύ̱ρατο, ἀποσύρω
    tear away: aor ind mid 3rd sg

    Morphologia Graeca > απεσύρατο

  • 71 ἀπεσύρατο

    ἀπεσύ̱ρατο, ἀποσύρω
    tear away: aor ind mid 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἀπεσύρατο

  • 72 απεσύρη

    ἀποσύρω
    tear away: aor ind pass 3rd sg

    Morphologia Graeca > απεσύρη

  • 73 ἀπεσύρη

    ἀποσύρω
    tear away: aor ind pass 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἀπεσύρη

  • 74 απεσύροντο

    ἀπεσύ̱ροντο, ἀποσύρω
    tear away: imperf ind mp 3rd pl

    Morphologia Graeca > απεσύροντο

  • 75 ἀπεσύροντο

    ἀπεσύ̱ροντο, ἀποσύρω
    tear away: imperf ind mp 3rd pl

    Morphologia Graeca > ἀπεσύροντο

  • 76 αποσεσυρμένου

    ἀποσύρω
    tear away: perf part mp masc /neut gen sg

    Morphologia Graeca > αποσεσυρμένου

  • 77 ἀποσεσυρμένου

    ἀποσύρω
    tear away: perf part mp masc /neut gen sg

    Morphologia Graeca > ἀποσεσυρμένου

  • 78 αποσεσυρμένω

    ἀποσύρω
    tear away: perf part mp masc /neut dat sg

    Morphologia Graeca > αποσεσυρμένω

  • 79 ἀποσεσυρμένῳ

    ἀποσύρω
    tear away: perf part mp masc /neut dat sg

    Morphologia Graeca > ἀποσεσυρμένῳ

  • 80 αποσυρήναι

    ἀποσύρω
    tear away: aor inf pass

    Morphologia Graeca > αποσυρήναι

См. также в других словарях:

  • αποσύρω — αποσύρω, απέσυρα (σπάν. απόσυρα) βλ. πίν. 217 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποσύρω — κ. σέρνω (AM ἀποσύρω) νεοελλ. 1. σύρω προς τα πίσω, απομακρύνω, αποτραβώ 2. σέρνω, τραβώ προς τα έξω 3. παίρνω πίσω αυτό που έχω καταθέσει (χρήματα, αγωγή, μήνυση κ.λπ.) απομακρύνομαι, αποχωρώ, αποτραβιέμαι, παραιτούμαι αρχ. αποσπώ, απογυμνώνω …   Dictionary of Greek

  • αποσύρω — όσυρα, ύρθηκα, υρμένος 1. αποτραβώ, απομακρύνω: Αποφάσισαν να αποσύρουν το παιδί τους από το σχολειό που φοιτά. 2. παίρνω πίσω κάτι που έχω καταθέσει: Θα αποσύρει τα χρήματά της από την τράπεζα. 3. το μέσ., αποσύρομαι, αποχωρώ, απομακρύνομαι:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποσεσυρμένα — ἀποσύρω tear away perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀποσεσυρμένᾱ , ἀποσύρω tear away perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀποσεσυρμένᾱ , ἀποσύρω tear away perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέσυρεν — ἀποσύρω tear away aor ind pass 3rd pl (epic) ἀπέσῡρεν , ἀποσύρω tear away aor ind act 3rd sg ἀπέσῡρεν , ἀποσύρω tear away imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσεσυρμένον — ἀποσύρω tear away perf part mp masc acc sg ἀποσύρω tear away perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσυρέντα — ἀποσύρω tear away aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποσύρω tear away aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεσύρη — ἀποσύρω tear away aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσεσυρμένου — ἀποσύρω tear away perf part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσεσυρμένῳ — ἀποσύρω tear away perf part mp masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσυρείς — ἀποσύρω tear away aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»