Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

απογειώνομαι

См. также в других словарях:

  • απογειώνομαι — απογειώνομαι, απογειώθηκα, απογειωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απογειώνομαι — εγκαταλείπω το έδαφος και υψώνομαι προς τα πάνω …   Dictionary of Greek

  • απογειώνομαι — ώθηκα, ωμένος, απομακρύνομαι από τη γη, υψώνομαι στον αέρα: Το αεροσκάφος απογειώθηκε στην ώρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απογείωση — η 1. η ανύψωση από τη Γη 2. η πρώτη φάση της πτήσης ενός αεροσκάφους κατά την οποία επιτυγχάνονται η αποκόλληση από το έδαφος και η άνοδος στην ατμόσφαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απογειώνομαι. Η λ. μαρτυρείται στον Ευγένιο Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»