-
1 απογειώνομαι
[-ούμαι (ο)] отрываться от земли, взлетать
См. также в других словарях:
απογειώνομαι — απογειώνομαι, απογειώθηκα, απογειωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απογειώνομαι — εγκαταλείπω το έδαφος και υψώνομαι προς τα πάνω … Dictionary of Greek
απογειώνομαι — ώθηκα, ωμένος, απομακρύνομαι από τη γη, υψώνομαι στον αέρα: Το αεροσκάφος απογειώθηκε στην ώρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απογείωση — η 1. η ανύψωση από τη Γη 2. η πρώτη φάση της πτήσης ενός αεροσκάφους κατά την οποία επιτυγχάνονται η αποκόλληση από το έδαφος και η άνοδος στην ατμόσφαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απογειώνομαι. Η λ. μαρτυρείται στον Ευγένιο Βούλγαρι] … Dictionary of Greek