-
1 взлетать
взлетать, взлететь ανυψώνομαι; απογειώνομαι (о самолёте) ◇ взлететь на воздух (взорваться) τινάζομαι στον αέρα, ανατινάζομαι* * *= взлететьανυψώνομαι; απογειώνομαι ( о самолёте)••взлете́ть на во́здух (взорваться) — τινάζομαι στον αέρα, ανατινάζομαι
-
2 дельфинирование
(скоростных катеров) η αναπήδηση, το στιγμιαίο ύψωμα από την επιφάνεια της θάλασσας (στα ταχύπλοα σκάφη)-ть αναπηδώ (παρόμοια με το δελφίνι), ανυψώνομαι στιγμιαία από την επιφάνεια της θάλασσαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дельфинирование
-
3 набирать
1. полигр. στοιχειοθετώ 2. (собирать) συλλέγω, μαζεύω 3. ав. (высоту) ανυψώνομαικερδίζω/παίρνω ύψος4. (скорость) ανοίγω/αυξάνω (την ταχύτητα) 5. (тлф.) πληκτρολογώ/καλώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > набирать
-
4 взвиваться
взвивать||сяὑψώνομαι, σηκώνομαι/ ἀνοίγομαι (о занавесе)/ ὑψώνομαι, σηκώνομαι, ἐπαίρομαι (о флаге)/ πετώ ὁρμητικά, ἀνυψώνομαι (о птице, самолете). -
5 возвыситься
возвысить||сяἀνυψώνομαι, ὑψώνομαι, ἀνεβαίνω. -
6 набирать
набиратьнесов1. μαζεύω, μαζώνω, συναθροίζω / γεμίζω (воду, воздух):\набирать горючее ἐφοδιάζομαι μέ καύσιμα·2. (производить набор куда-л.) ἐγγράφω (учащихся)/ προσλαμβάνω, μισθώνω (рабочих)! στρατολογώ, ἐπιστρατεύω (вармию):\набирать учеников ἐγγράφω μαθητές·3. полигр. στοιχειοθετώ· ◊ \набирать номер (телефона) παίρνω τόν ἀριθμό (τηλεφώνου)· \набирать скорость ἀνοίγω ταχύτητα· \набирать высоту́ ἀνυψώνομαι, παίρνω δψος. -
7 взбухнуть
-нет, παρλθ. χρ. взбух, -ла, -о, ρ.σ.διογκώνω, εξογκώνω, φουσκώνω•-ли почки на деревьях μπουμπούκιασαν τα δέντρα.
|| ανυψώνομαι, φουσκώνω (για ποτάμια). -
8 взвести
взведу, взведёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взведенный, βρ: -ден, -дена, -дено ρ.σ.μ.1. ανεβάζω, ανάγω•он взвел меня на гору αυτός με ανέβασε στο βουνό.
|| ανυψώνω, (ανα)σηκώνω•взвести курок σηκώνω τον επικρουστήρα•
взвести очи вверх ανασηκώνω τα μάτια.
2. ανεγείρω, υψώνω.3. αποδίδω, επιρρίπτω•взвести обвинение επιρρίπτω κατηγορία.
ανυψώνομαι, (ανα)σηκώνομαι•курок легко взвелся ο επικρουστήρας εύκολα σηκώθηκε.
-
9 взвеять
взввет ρ.σ.μ.σηκώνω, ανυψώνω, εγείρω με φύσημα, παρασέρνω•σηκώνομαι, ανυψώνομαι, εγείρομαι. -
10 взвить
взовью, взовешь, παρλθ. χρ. взвил, -ла, -ло, προστκ. взвей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взвитый, βρ: взвит, -а, -о, ρ.σ.μ.ανυψώνω περιστρέφοντας, στροβιλίζω•ветер -ил пыль ο άνεμος στροβίλισε τη σκόνη.
ανυψώνομαι, στροβιλίζομαι. -
11 взвозить
-
12 взнести
-есу, -есешь, παρλθ. χρ. взнес, -есла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -енный, βρ: -сен, -сена, -но, ρ.σ.μ.1. (απλ. κ. παλ.) βλ. внести (4- σημ.).2. σηκώνω, ανυψώνω.σηκώνομαι, ανυψώνομαι, πετάγομαι, ρίχνομαι προς τα πάνω. -
13 возвести
-еду, -едёшь, παρλθ. χρ. возвел, -ела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. -едший, эр:-ден, -дена, -дено ρ.σ.μ.1. παλ. ανεβάζω•возвести на престол ανεβάζω στο θρόνο.
|| υψώνω, σηκώνω•возвести глаза σηκώνω τα μάτια.
2. προάγω, προβιβάζω, κάνω• απονέμω, δίνω βαθμό.3. ανεγείρω•возвести здание ανεγείρω κτίριο.
4. σε συνδυασμό με τα ουσιαστικά: обвинение, клевета, ложь κλπ. στα ελληνικά αποδίδεται με ρ. που έχει τη σημ. του ουσιαστικού:возвести обвинение κατηγορώ•
возвести клевету συκοφαντώ•
возвести ложь ψεύδομαι.
5. μαθ •υψώνω, ανεβάζω•возвести пять в квадрат υψώνω το πέντε στο τετράγωνο.
6. ανάγω•некоторые обычия можно возвести в глубокой древности μερικές συνήθειες μπορεί ν’ αναχθούν στην πολύ μακρινή αρχαιότητα.
εκφρ.возвести на ступень – ανάγω στο βαθμό (ή τη δύναμη).παλ. (γιά μάτια, βλέμμα κ.τ.τ.) ανυψώνομαι. -
14 возвысить
-ышу, -ысишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. παλ. -ышенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ.1. παλ. υψώνω, ανυψώνω, κάνω κάτι ψηλότερο•2. μτφ. εξυψώνω, ανεβάζω.3. παλ. υπερτιμώ, υψώνω, ανεβάζω (τιμή, αξία κ.τ.τ.).4. (για φωνή) δυναμώνω, υψώνω, ανεβάζω,1. παλ. υψώνομαι, ανυψώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι•уровень воды значительно -лся η στάθμη του νερού ανέβηκε αρκετά.
2. (για είδη)υπερτιμιέμαι, υψώνομαι, ανεβαίνω•цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.
3. (γΐα φωνή) δυναμώνω, υψώνομαι, ανεβαίνω. -
15 воздвигать
ρ.δ.μ. ανεγείρω, χτίζω, οικοδομώ, ανιδρύω.1. ανεγείρομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. παλ. υψώνομαι, ανυψώνομαι. -
16 вознести
-есу, -есёшь, παρλθ. χρ. вознес, -есла, -ло; μτχ. παρλθ. χρ. вознесший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вознесенный, βρ: -сен, -сена, -сеноρ.σ.μ.ανεβάζω, σηκώνω ψηλά, υψώνω, αίρω, επαίρω, ανάγω•вознести до небес υψώνω στα ουράνια•
судьба его высоко -ела η τύχη τον ανέβασε ψηλά.
1. υψώνομαι, ανυψώνομαι, ανεβαίνω ψηλά, στα ύψη• ανεγείρομαι.2. (απλ.) περηφανεύομαι, υψηλοφρονω, μεγαλοφρονω.
См. также в других словарях:
ανυψώνομαι — ανυψώνομαι, ανυψώθηκα, ανυψωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ίπταμαι — (ΑΜ ἵπταμαι) (μτγν. τ. αντί πέτομαι) ανυψώνομαι στον αέρα, διασχίζω τον αέρα, πετώ νεοελλ. 1. (η μτχ. ενεστ.) ιπτάμενος, η, ο μέλος τού προσωπικού τής πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας το οποίο χρησιμοποιείται κατά την πτήση τών αεροπλάνων, όπως… … Dictionary of Greek
ανέρχομαι — (AM ἀνέρχομαι) 1. έρχομαι επάνω, ανεβαίνω 2. ανεβαίνω στο ρητορικό βήμα 3. (για θάλασσα ή ποταμό) ανυψώνομαι, φουσκώνω νεοελλ. 1. (μτβ.) (για ανωφέρειες) ανεβαίνω κάτι 2. (αμτβ.) μετακινούμαι από τα νότια προς τα βόρεια 3. μτφ. προκόβω, προάγομαι … Dictionary of Greek
ανίπταμαι — ἀνίπταμαι (ΜΑ) (κυριολ. και μτφ.) πετώ προς τα επάνω, ανυψώνομαι … Dictionary of Greek
αναείρω — ἀναείρω (Α) 1. σηκώνω ψηλά, ανυψώνω 2. μεταφέρω, παίρνω 3. μέσ. σηκώνω στα χέρια μου, αποκομίζω 4. παθ. ανυψώνομαι, σηκώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀείρω «σηκώνω»] … Dictionary of Greek
αναθρώσκω — ἀναθρῴσκω (Α) (για καπνό) πηδώ επάνω, αναπηδώ, ανυψώνομαι, ανεβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θρῴσκω] … Dictionary of Greek
αναπτερώνω — και αναφτερώνω (Α ἀναπτερῶ, όω) δίνω κατά κάποιον τρόπο φτερά, ενθουσιάζω, ενθαρρύνω, ενισχύω αρχ. Ι. (ενεργ. (1. (για πτηνά) δίνω φτερά σε κάποιον, τόν κάνω να φτερουγίσει, να πετάξει 2. ανορθώνω, σηκώνω 3. δημιουργώ έξαρση σε κάποιον, ερεθίζω,… … Dictionary of Greek
ανιππεύω — ἀνιππεύω (Α) (για τον Ήλιο) ανυψώνομαι με τα άλογά μου … Dictionary of Greek
απαιωρώ — ἀπαιωρῶ ( έω) (A) (AM ἀπαιωροῦμαι) [αιωρώ] κρέμομαι προς τα κάτω από κάπου, αιωρούμαι αρχ. 1. ενεργ. κρεμώ, εξαρτώ 2. αφήνω κάτι να κρέμεται 3. μέσ. ανασηκώνομαι, ανυψώνομαι … Dictionary of Greek
αποθαλασσώνω — 1. ξεφεύγω απ την τρικυμία και φτάνω σε απάνεμο μέρος 2. επιφέρω πλήρη σύγχυση και ακαταστασία 3. ( ομαι) αφήνω την επιφάνεια της θάλασσας και ανυψώνομαι … Dictionary of Greek
διαίρω — (AM) [αίρω] μσν. παίρνω μαζί μου κάτι κρυφά από τους άλλους αρχ. 1. ανυψώνω, εγείρω, σηκώνω 2. εξεγείρω, παρακινώ 3. μεταφέρω, μετακινώ 4. διαίρομαι α) διογκώνομαι, ανυψώνομαι β) (η μτχ. παρακμ.) διηρμένος αυτός που έχει μεγαλοπρεπές ύφος … Dictionary of Greek