Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

απατώ

  • 1 обмануть

    -ану, -анешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обманутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. απατώ, εξαπατώ, (ξε)γελώ•

    обмануть покупателя απατώ (κλέβω) τον αγοραστή•

    я -ул его первого апреля τον γέλασα την πρωταπριλιά•

    не -ешь не продашь αν δεν ξεγελάσεις δεν πουλάς.

    || μτφ. διαψεύδω, ματαιώνω•

    он -ул е надежды, ожидания αυτός διέψευσε τις ελπίδες, τις προσδοκίες της.

    2. (για συζυγούς) απατώ.
    3. (για κόρη) παραπλανώ, αποπλανώ, εξαπατώ.
    1. απατώμαι, εξαπατώμαι, (ξε) γελιέμαι, την παθαίνω, την πατώ, πιάνομαι, κορόιδο, πέφτω θύμα απάτης.
    2. (για ελπίδες κ.τ.τ.) διαψεύδομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обмануть

  • 2 изменить

    изменить 1) αλλάζω, μεταβάλλω \изменить мнение αλλάζω γνώμη 2) (предать ) προδίδω απατώ (нарушить верность) \измениться αλλάζω, μεταβάλλομαι
    * * *
    1) αλλάζω, μεταβάλλω

    измени́ть мне́ние — αλλάζω γνώμη

    2) ( предать) προδίδω; απατώ ( нарушить верность)

    Русско-греческий словарь > изменить

  • 3 обмануть

    обмануть, обманывать απατώ, ξεγελώ
    * * *
    = обманывать
    απατώ, ξεγελώ

    Русско-греческий словарь > обмануть

  • 4 нос

    α. προθετ. о -е, на -у, πλθ.α.
    1. μύτη, ρις•

    длинный нос μακριά μύτη•

    нос с горбинкой καμπουρωτή (κυρτή) μύτη•

    курнбс-ный нос μύτη πεπλατυσμένη, σιμή, κουτσούμπή•

    вздрнутый нос ανασηκωμένη μύτη•

    орлиный нос α-έτεια ή γερακοειδής μύτη•

    сплюснотый нос α-νάσιμη μύτη•

    нос картошкой μύτη σαν πατάτα (σιμή).

    2. ράμφος•

    дятловый нос το ράμφος του δρυοκολάπτη.

    3. βλ. носик (2 σημ.).
    4. βλ. носок
    5. πλώρη, πρώρα.
    6. ακρωτήριο, κάβος..
    εκφρ.
    из-под -а (носу) у кого – κάτω από τη μύτη κάποιου (έγγιστα)•
    на -у – στα πρόθυρα, στο κατώφλι (πολύ κοντά)•
    зима на -у – ο χειμώνας είναι στα πρόθυρα•
    под -ом – κάτω από τη μύτη, μπροστά στα μάτια•
    с -а, с -у – (απλ.) από κάθε άτομο•
    - ом к носу – πρόσωπο με πρόσωπο (έγγιστα)•
    вешать нос – κρεμώ τα μούτρα, σκυθρωπάζω•
    драть, задрать (вздрнуть, поднять) нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη, ξιπάζομαι, το παίρνω επάνω μου υψηλοφρονώ, περηφανεύομαι•
    поставить (натянуть) нос кого – απατώ, κοροϊδεύω, πιάνω κορόιδο, παίζω τον παπά• δι-αμηχανεύομαι•
    повесить нос (на квинту) ; опустить нос – κατεβάζω (σκύβω) το κεφάλι (θλίβομαι)•
    показывать нос (носы) кому – ερεθίζω κάποιον (βάζοντας το μεγάλο δάχτυλο στη μύτη μου και ανοίγοντας τα υπόλοιπα)•
    совать – χώνω τη μύτη μου ή τη μούρη μου (επεμβαίνω, ανακατεύομαι)•
    утереть нос кому – τον ξεπερνώ, του βάζω γυαλιά, τον περνώ σκάλες•
    уткнуть -; уткнуться -ом – αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά ή απορροφούμαι πλήρως•
    оставить с -омμτφ. γδέρνω, γδύνω, ξεγυμνώνω, αφαιρώ όλα• απατώ, πιάνω κορόιδο•
    остаться с -ом кого – πέφτω σε γκάφα, την παθαίνω•
    в нос говорить – μιλώ με τη μύτη (ένρινα)•
    дальше своего -а не видеть – δε βλέπω παραπέρα από τη μύτη μου•
    не по -у кому – δε γουστάρει σε κάποιον•
    показывать.- куда – εμφανίζομαι, ξεμυτίζω κάπου•
    столкнуться (встретить(ся) нос(сом) к -у – συναντώ απρόοπτα, πέφτω επάνω, τρακάρω•
    перед -ом – μπροστά στη μύτη (εγγύτατα)•
    зарубите это на -у – χαράξτε το καλά στη μνήμη, δέστε κόμπο στο δάχτυλο (για να μήν ξεχάσετε).

    Большой русско-греческий словарь > нос

  • 5 провести

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проведенный, βρ: -ден, -дена, -дено.
    1. μ. περνώ, οδηγώ•

    провести ребнка через улицу περνώ το παιδάκι από το δρόμο.

    2. φέρω (πάνω στην επιφάνεια)•

    провести ладонь по лбу περνώ την παλάμηστο μέτωπο.

    3. μ• χαράσσω, τραβώ•

    провести линию τραβώ (περνώ) γραμμή.

    4. εγκατασταίνω•

    провести телефон περνώ τηλέφωνο.

    || κατασκευάζω, φτιάχνω•

    провести канал φτιάχνω διώρυγα.

    5. μ. προβάλλω, προτείνω•

    провести интересную мысль в статье προβάλλω ενδιαφέρουσα ιδέα στο άρθρο.

    || κατορθώνω, πετυχαίνω παραδοχή, αναγνώριση•

    провести предложение περνώ την πρόταση.

    6. καταχωρώ, εγγράφω.
    7. μ. διεξάγω• πραγματοποιώ κάνω•

    провести уборку урожая κάνω συγκομιδή•

    провести репетицию κάνω πρόβα.

    8. μ. περνώ, διαμένω, ζω•

    провести лето в деревне περνώ το καλοκαίρι στο χωριό.

    || περνώ•

    весело провести праздники εύθυμαπερνώ τις γιορτές.

    9. μ. απατώ, ξεγελώ. || διοχετεύω.
    εκφρ.
    провести в жизнь – πραγματοποιώ στη ζωή•
    провести за нос – απατώ μπροστά στα μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > провести

  • 6 обдувать

    обдувать
    несов I. (о ветре) φυσῶ·
    2. (обманывать) разг ἀπατῶ, ἐξαπατώ.

    Русско-новогреческий словарь > обдувать

  • 7 обманывать

    обман||ывать
    несов ἀπατῶ, ἐξαπατῶ, ξεγελώ:
    \обманыватьывать доверие ἀποδείχνομαι ἀνάξιος τής ἐμπιστοσύνης.

    Русско-новогреческий словарь > обманывать

  • 8 обманываться

    обман||ываться
    ἀπατῶ-μαι, (ξε)γελιέμαι:
    \обманыватьсяываться в своих ожиданиях διαψεύδονται οἱ ἐλπίδες μου.

    Русско-новогреческий словарь > обманываться

  • 9 обставить

    обставить
    сов, обставлять несов
    1. (вокруг) περιβάλλω, περιστοιχίζω, τοποθετώ γύρω γύρω·
    2. (меблировать комнату и т. п.) ἐπιπλώνω·
    3. (организовать) προετοιμάζω, ὁργανώνω:
    торжественно \обставить встречу ὁργανώνω μέ ἐπισημότητα τήν ὑποδοχή·
    4. (обмануть) разг ἀπατῶ, ἐξαπατῶ.

    Русско-новогреческий словарь > обставить

  • 10 обсчитать

    обсчитать
    сов, обсчитывать несов ἀπατώ, γελώ στό λογαριασμό.

    Русско-новогреческий словарь > обсчитать

  • 11 плутовать

    плутовать
    несов ἀπατῶ, ἐξαπατώ, κάνω κατεργαριές.

    Русско-новогреческий словарь > плутовать

  • 12 обманывать

    [αμπμάνυβατ’] ρ. απατώ

    Русско-греческий новый словарь > обманывать

  • 13 обманывать

    [αμπμάνυβατ’] ρ απατώ

    Русско-эллинский словарь > обманывать

  • 14 втереть

    вотру, вотрёшь, παρλθ. χρ. втер, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втертый, βρ: втерт, -а, -о, επίρ. μτχ. втерев, κ. втерши, ρ.σ.μ.
    1. εντρίβω, μαλάσσω•

    втереть мазь в кожу κάνω εντριβή του δέρματος με αλοιφή.

    2. μτφ. (απλ.) καταφέρνω να βάλλω κάποιον στη δουλειά, υπηρεσία.
    εκφρ.
    втереть очки (кому) – ρίχνω στάχτη στα μάτια κάποιου (ξεγελώ, απατώ).
    εισχωρώ, διεισδύω, χώνομαι•

    втереть в толпу χώνομαι στο πλήθος.

    || υπεισέρχομαι, εισχωρώ επιτήδεια, τρυπώνω•

    втереть в кампанию κολλώ στην παρέα.

    εκφρ.
    втереть в доверие – επιτήδεια αποκτώ την εμπιστοσύνη.

    Большой русско-греческий словарь > втереть

  • 15 выманить

    -аню, -анишь, ρ.σ.μ.
    1. καλώ, βγάζω έξω γνέφοντας.
    2. (απλ.) απατώ, παίρνω με απάτη, πονηριά, κολακεία• αποσπώ•

    выманить обещание αποσπώ με πονηριά υπόσχεση•

    выманить деньги αποσπώ χρήματα με δόλο.

    Большой русско-греческий словарь > выманить

  • 16 дурачить

    -чу, -чишь
    ρ.δ.μ.
    απατώ, εμπαίζω, κοροϊδεύω. || γελωτοποιώ, προξενώ τα γέλια.
    κάνω τρελλες, ανοησίες. || διασκεδάζω με τ'αστεία, τις τρελλες.

    Большой русско-греческий словарь > дурачить

  • 17 заманивать

    -аю, -аешь
    ρ.σ.μ.
    1. τραβώ, προσελκύω, έλκω, δελεάζω, μαυλίζω.
    2. απατώ, ξεγελώ, παρασύρω, παγιδεύω•

    заманивать в засаду παρασύρω στην ενέδρα.

    || σαγηνεύω• εξαπατώ.

    Большой русско-греческий словарь > заманивать

  • 18 изменить

    -еню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изменённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    αλλάζω, μεταβάλλω αλλοιώνω, μετατρέπω, μεταστρέφω τροποποιώ•

    ветер -ил направление ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση•

    изменить характер αλλάζω το χαρακτήρα•

    изменить почерк αλλάζω το γραφικό χαρακτήρα•

    проект закона -ли το νομοσχέδιο το τροποποίησαν.

    αλλάζω, μεταβάλλομαι αλλοιώνομαι, μετατρέπομαι, μεταστρέφομαι τροποποιούμαι•

    погода -лясь ο καιρός άλλαξε•

    изменить в лице αλλάζω στο πρόσωπο.

    -еню, -нишь
    ρ.σ. (με δοτ.).
    1. προδίνω•

    он -ил своей родине αυτός πρόδοσε την πατρίδα του.

    2. παραβαίνω, αθετώ, (απ)αρνούμαι παραβιάζω•

    изменить убеждения απαρνούμαι τις πεποιθήσεις•

    изменить присягу παραβαίνω τον όρκο (επιορκώ)•

    изменить своему долгу παραβαίνω. το καθήκο μου.

    || απατώ, απιστώ•

    муж ей -ил ο σύζυγος την απάτησε.

    3. εγκαταλείπω•

    помять -ла ему η μνήμη τον εγκατέλειψε•

    силы -ли ему οι δυνάμεις τον εγκατέλειψαν.

    εκφρ.
    изменить себе – αλλάζω, πράττω, ενεργώ αντίθετα, παρά τα καθιερωμένα.

    Большой русско-греческий словарь > изменить

  • 19 нагреть

    -ею, -еешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагретый, βρ: нагрет
    -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. θερμαίνω, ζεσταίνω.
    2. μτφ. (απλ.) απατώ, κάνω απάτη; γελώ•

    его -л на сорок рублей του έφαγε σαράντα ρούβλια.

    εκφρ.
    нагреть руки – αΐτ-σχροκερόώ, βγάζω αθέμιτα κέρδη.
    θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι•

    утюг -лся το σίδερο σιδερώματος ζεστάθηκε (έκαψε).

    Большой русско-греческий словарь > нагреть

  • 20 надуть

    -ую, -уешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надутый, βρ: -ут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. φουσκώνω•

    надуть футбольный мяч φουσκώνω την ποδόσφαιρα•

    ветер -ул паруса ο αέρας φούσκωσε τα πανιά.

    2. φυσώ, παρασέρνω• επιφέρω•

    ветер -ул пыли в окна ο αέρας γέμισε τα παράθυρα σκόνη.

    3. απρόσ. κρυολογώ, με φυσά ρεύμα, αέρας•

    -ло в ухо κρυολόγησε το αυτί.

    4. απατώ, ξεγελώ.
    εκφρ.
    надуть губы – κατσουφιάζω, κρεμώ, κατεβάζω τα μούτρα•
    надуть щки – φουσκώνω τα μάγουλα. надуть в уши кому ψιθυρίζω στ αυτί κάποιου.
    φουσκώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2, 3, 4 σημ.). || (για ποτάμια) φουσκώνω, γεμίζω νερό•

    река -лась το ποτάμι φούσκωσε.

    || κατσουφιάζω, σκυθρωπάζω. || πίνω πολύ•

    надуть водой φουσκώνω νερό.

    Большой русско-греческий словарь > надуть

См. также в других словарях:

  • απατώ — (AM ἀπατῶ, άω) 1. εξαπατώ, παραπλανώ, μεταχειρίζομαι δόλο εναντίον κάποιου νεοελλ. 1. διαπράττω μοιχεία («η γυναίκα του τον απατά») 2. (για κόρη) ξεπλανεύω, ξεπαρθενεύω αρχ. 1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου 2. (απολ.) είμαι απατηλός, εσφαλμένος 3 …   Dictionary of Greek

  • απατώ — απατάω / απατώ, απάτησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απατώ — ησα, ήθηκα, ημένος, εξαπατώ, ξεγελώ κάποιον με δόλο: Πολλές φορές τα φαινόμενα μας απατούν. Το μέσ., απατώμαι γελιέμαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπατῶ — ἀ̱πατῶ , ἀπατάω cheat imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀπατάω cheat pres imperat mp 2nd sg ἀπατάω cheat pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀπατάω cheat pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀπατάω cheat pres subj act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρατο — το (Μ κέρατον) σκληρή απόφυση που αναπτύσσεται στο κεφάλι πολλών οπληφόρων θηλαστικών και έχει διάφορα σχήματα νεοελλ. 1. μτφ. καθετί που προεξέχει αντιαισθητικά 2. πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση που φέρνει δυσκολίες 3. το φανταστικό σημάδι τών… …   Dictionary of Greek

  • CHREMYLUS — nomen comicum viri, ἀπ` τȏυ χρέος debitum et αἱμύλλω τὸ ἀπατῶ decipio, quasi qui prae inopia cogatur suos creditores fallere, non solvendo quod debet …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αναπατώ — (I) ( έω) (Α ἀναπατῶ) [πατῶ] νεοελλ. κάνω μικρούς βηματισμούς ανήσυχος αρχ. 1. στρέφομαι, κινούμαι προς τα πίσω 2. (για άλογα) κάνω πίσω, διστάζω, κολώνω. (II) ( έω) [απατώ] διαφθείρω παρθένα, εκπαρθενεύω …   Dictionary of Greek

  • απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… …   Dictionary of Greek

  • απατεύω — ἀπατεύω (Α) κάνω απάτη, απατώ …   Dictionary of Greek

  • αποφώλιος — ἀποφώλιος, ον (Α) 1. ανώφελος, μάταιος 2. αποκρουστικός, τερατώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρικό επίθετο αβέβαιης σημασίας. Οι αρχαίοι το ερμήνευσαν «ανεμώλιος, μάταιος», δηλ. «μάταιος, κενός». Συνδέεται πιθ. με το απαφείν (αιολ. ή αχαϊκό αποφείν) αόρ. του… …   Dictionary of Greek

  • αυταπατώμαι — ( άομαι) απατώ τον εαυτό μου, σχηματίζω λανθασμένη κρίση για κάτι δικό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) * + απατώμαι ( άομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»