-
81 noble
['nəubl] 1. adjective1) (honourable; unselfish: a noble mind; a noble deed.) ευγενής,ανώτερος2) (of high birth or rank: a noble family; of noble birth.) ευγενής,αριστοκρατικός2. noun(a person of high birth: The nobles planned to murder the king.) ευγενής,αριστοκράτης- nobility- nobly
- nobleman -
82 registrar
1) (a person whose duty it is to keep a register (especially of births, marriages and deaths).) ληξίαρχος2) (in the United Kingdom etc one of the grades of hospital doctors.) ανώτερος νοσοκομειακός γιατρός -
83 top
I 1. [top] noun1) (the highest part of anything: the top of the hill; the top of her head; The book is on the top shelf.) κορυφή, πάνω μέρος2) (the position of the cleverest in a class etc: He's at the top of the class.) κορυφή3) (the upper surface: the table-top.) επιφάνεια, πάνω μέρος4) (a lid: I've lost the top to this jar; a bottle-top.) καπάκι, σκέπασμα, κάλυμμα5) (a (woman's) garment for the upper half of the body; a blouse, sweater etc: I bought a new skirt and top.) γυναικεία μπλούζα2. adjective(having gained the most marks, points etc, eg in a school class: He's top (of the class) again.) πρώτος, κορυφαίος, ανώτερος3. verb1) (to cover on the top: She topped the cake with cream.) σκεπάζω από πάνω2) (to rise above; to surpass: Our exports have topped $100,000.) ξεπερνώ3) (to remove the top of.) κορφολογώ•- topless- topping
- top hat
- top-heavy
- top-secret
- at the top of one's voice
- be/feel on top of the world
- from top to bottom
- the top of the ladder/tree
- top up II [top] noun(a kind of toy that spins.) σβούρα -
84 upper
1. adjective(higher in position, rank etc: the upper floors of the building; He has a scar on his upper lip.) επάνω, ανώτερος2. noun((usually in plural) the part of a shoe above the sole: There's a crack in the upper.) πάνω δέρμα, ψίδι3. adverb(in the highest place or position: Thoughts of him were upper-most in her mind.) πάνω πάνω- get/have the upper hand of/over someone
- get/have the upper hand -
85 uppermost
adjective (highest: in the uppermost room of the castle.) ανώτερος -
86 высший
[βόσσυΐ] επ. ανώτερος -
87 ἄνω
+ D 8-15-5-4-6=38 Lv 11,21; Ex 20,4; Dt 4,39; 5,8; 28,43upward(s) (with verbs implying motion) JgsB 7,13; above (with verbs implying rest) Ex 20,4; upper (as adj.) Jos 15,19ἄνω ἄνω very high Dt 28,43; ἕως ἄνω exceedingly 2 Chr 26,8 ἀνωτέρω upper 1 Kgs 10,22a; ἀνώτερόν τινος above Lv 11,21 see ἀνώτατος and ἀνώτερος→NIDNTT; TWNT -
88 высший
[βόσσυϊ] επ ανώτερος -
89 акцизный
επ.1. του φόρου, του δασμού•сбор η είσπραξη φόρου.
2. παλ. ο εφοριακός•акцизный чиновник ο εφορας, εφοριακός ανώτερος υπάλληλος•
акцизный инспектор επιθεωρητής εφορίας.
3. ως ουσ. α.παλ. βλ. 2 σημ. -
90 верхушечный
επ.1. κορυφαίος, της κορυφής•верхушечный процесс в легких προσβολή των κορυφών των πνευμόνων.
2. ανώτερος•-ые слой общества τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας.
-
91 возвышенный
επ. από μτχ.1. που εξέχει, προεξέχει•-ое место εξέχουσα θέση (τοποθεσία).
2. ανώτερος•-ые идеи υψηλές ιδέες.
-
92 высший
-ая, -ее υπερθ. β. του επ. высокий.1. ανώτατος, υπέρτατος•-ая судебная инстанция ο ανώτατος δικαστικός οργανισμός•
-командный состав το ανώτατο διοικητικό σώμα•
-ее начальство η ανώτατη διοίκηση•
-ая точка το ανώτατο σημείο•
-ая форма организации ανώτατη μορφή οργάνωσης•
-ее учебное заведение ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα.
2. ανώτερος•-ее образование ανώτερη μόρφωση•
-ая математика τα ανώτερα μαθηματικά•
-ая школа ανώτερη σχολή•
-ее качество ανώτερη ποιότητα.
εκφρ.высший пилотаж – εναέρια ακροβασία, αεροπορική επίδειξη•- ая мера наказания – η εσχάτη των ποινών•- ее общество – η ανώτερη κοινωνία•в -ей степени – στον ανώτατο (υπερθετικό) βαθμό. -
93 глава
-ы, πλθ. -ы θ.1. παλ. κεφάλι, -ή ανθρώπου ή ζώου. || μτφ. κορυφή (βουνού ή δέντρου).2. τρούλος, θόλος, κούπες εκκλησίας.3. αρχηγός, διοικητής, ο ανώτερος, ο επικεφαλής•глава правительства ο πρωθυπουργός•
глава семьи ο αρχηγός της οικογένειας•
глава партии ο αρχηγός του κόμματος•
глава делегации ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας.
εκφρ.во -е – επικεφαλής•ставить во -у угла – βάζω στην κορυφή (προτιμώ).-ы, πλθ. -ы θ. κεφάλαιο βιβλίου. -
94 горний
-яя, -ее, επ. παλ. ουράνιος, που βρίσκεται στα ύψη. || υψηλός, ανώτερος. -
95 департаментский
επ.του τμήματος. || του υπουργείου•департаментский чиновник ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου.
|| του (διοικητικού) διαμερίσματος. -
96 неподкупный
επ., βρ: -пен, -пна, -пноανεξαγόραστος, ανώτερος χρημάτων, αδέκαστος ευσυνείδητος•быть -ым δεν εξαγοράζομαι•
-характер ακέραιος χαρακτήρας•
неподкупный человек ανεξαγόραστος (τίμιος) άνθρωπος.
-
97 неровня
-и (неровняй) α. κ. θ. άνισος, μεγαλύτερος ή μικρότερος ανώτερος ή κατώτερος•ты неровня мне δεν είσαι ίσα με μένα.
-
98 офицер
-а α.αξιωματικός•офицер генерального штаба αξιωματικός του γενικού επιτελείου•
-флота αξιωματικός του ναυτικού•
младший κατώτερος αξιωματικός•
старший офицер ανώτερος αξιωματικός•
офицер запаса έφεδρος αξιωματικός• —свизи αξιωματικός-σύνδεσμος•
вахтенный αξιωματικός βάρδιας•
дежурный офицер αξιωματικός υπηρεσίας•
строевой офицер μάχιμος αξιωματικός•
штабной офицер αξιωματικός επιτελείου.
-
99 парвеню
ουδ. άκλ. παλ. ανώτερος δημόσιος υπάλληλος καταφερτζής στην αναρρίχηση, στην ιεραρχία. -
100 подтянутый
επ. από μτχ.1. μαζεμένος, συμπτυγμένος, συνεσταλμένος.2. μτφ. ανώτερος, ανεβασμένος• ταχτοποιημένος, διευθετημένος, περιποιημένος.
См. также в других словарях:
ἀνώτερος — upper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανώτερος — η, ο (Α ἀνώτερος, α, ον) υψηλότερος, υπέρτερος νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε υψηλότερη διαβάθμιση ή κατέχει υψηλότερο αξίωμα από άλλους 2. φρ. α) «ανώτερος άνθρωπος» αξιόλογος, εκλεκτός, ολοκληρωμένος ηθικά και πνευματικά β) «ανώτερος… … Dictionary of Greek
ανώτερος — η, ο αυτός που βρίσκεται ψηλότερα από κάποιον άλλο, ο εξαιρετικός: Τον γνωρίζω καλά, είναι άνθρωπος ανώτερος. Φρ. «ανώτερος χρημάτων», αφιλοκερδής, «ανώτερος υποψίας», που δεν μπορούν να υποψιαστούν (συγκριτικός βαθμός από το επίρρ. άνω χωρίς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνωτέρων — ἀνώτερος upper fem gen pl ἀνώτερος upper masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτέρως — ἀνώτερος upper adverbial ἀνώτερος upper masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώτερον — ἀνώτερος upper masc acc sg ἀνώτερος upper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυλάρχης — Ανώτερος Γάλλος αξιωματούχος. Την εποχή των Φράγκων, ήταν αρχικά ένας κοινός υπηρέτης της αυλής. Στα χρόνια των Καπέτων ο ρόλος του ενισχύθηκε και αποτελούσε έναν από τους πέντε ανώτερους αξιωματούχους του βασιλείου. Εκείνη την εποχή και οι… … Dictionary of Greek
Τσολάκογλου, Γεώργιος — Ανώτερος στρατιωτικός (1886 – 1948). Όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα (1941) και κατέλαβαν τα Γρεβενά, απομόνωσαν τον ελληνικό στρατό που πολεμούσε νικηφόρα στην Αλβανία. Ο στρατηγός T., που βρισκόταν τότε επικεφαλής τμήματος στρατού στο… … Dictionary of Greek
ἀνωτέραις — ἀνώτερος upper fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτέρη — ἀνώτερος upper fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτέροις — ἀνώτερος upper masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)