-
61 ανωτέρη
-
62 ἀνωτέρη
-
63 ανωτέροις
-
64 ἀνωτέροις
-
65 ανωτέρου
-
66 ἀνωτέρου
-
67 ανωτέρους
-
68 ἀνωτέρους
-
69 ανώτερα
-
70 ἀνώτερα
-
71 ανώτεραι
-
72 ἀνώτεραι
-
73 ανώτεροι
-
74 ἀνώτεροι
-
75 τανώτερα
-
76 τἀνώτερα
-
77 κλήρος
κλήρος οдуховенство, клир Церкви:ανώτερος κλήρος (επίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι) высший клир (епископы, священники, дьяконы)
κατώτερος κλήρος (υποδιάκονοι, αναγνώστες, ψάλτες) низший клир (иподьяконы, чтецы, певчие)
Этим.< дргр. κλήρος, первоначальное значение «часть (от целого) < κλώ (-άω) «разделять, разъединять» < инд. qul(e) «разъединять». Церковное значение слова восходит к средневековью. Из греческого слово вошло во многие языки: англ. clergy, лат. clericus, рус. клирик5 -
78 511
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 511
-
79 be streets ahead of / better than
(to be much better than.) υπερτερώ κατά πολύ/είμαι σκάλες ανώτερος απόEnglish-Greek dictionary > be streets ahead of / better than
-
80 high
1. adjective1) (at, from, or reaching up to, a great distance from ground-level, sea-level etc: a high mountain; a high dive; a dive from the high diving-board.) (υ)ψηλός2) (having a particular height: This building is about 20 metres high; My horse is fifteen hands high.) κάποιου ύψους3) (great; large; considerable: The car was travelling at high speed; He has a high opinion of her work; They charge high prices; high hopes; The child has a high fever/temperature.) μεγάλος, υψηλός4) (most important; very important: the high altar in a church; Important criminal trials are held at the High Court; a high official.) ανώτερος5) (noble; good: high ideals.) ευγενής6) ((of a wind) strong: The wind is high tonight.) δυνατός7) ((of sounds) at or towards the top of a (musical) range: a high note.) υψηλός8) ((of voices) like a child's voice (rather than like a man's): He still speaks in a high voice.) λεπτός9) ((of food, especially meat) beginning to go bad.) παρασιτεμένος10) (having great value: Aces and kings are high cards.) μεγάλης αξίας2. adverb(at, or to, a great distance from ground-level, sea-level etc: The plane was flying high in the sky; He'll rise high in his profession.) ψηλά- highly- highness
- high-chair
- high-class
- higher education
- high fidelity
- high-handed
- high-handedly
- high-handedness
- high jump
- highlands
- high-level
- highlight 3. verb(to draw particular attention to (a person, thing etc).) τονίζω,προβάλλω- high-minded
- high-mindedness
- high-pitched
- high-powered
- high-rise
- highroad
- high school
- high-spirited
- high spirits
- high street
- high-tech 4. adjective((also hi-tech): high-tech industries.) υψηλής τεχνολογίας- high treason
- high water
- highway
- Highway Code
- highwayman
- high wire
- high and dry
- high and low
- high and mighty
- the high seas
- it is high time
См. также в других словарях:
ἀνώτερος — upper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανώτερος — η, ο (Α ἀνώτερος, α, ον) υψηλότερος, υπέρτερος νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε υψηλότερη διαβάθμιση ή κατέχει υψηλότερο αξίωμα από άλλους 2. φρ. α) «ανώτερος άνθρωπος» αξιόλογος, εκλεκτός, ολοκληρωμένος ηθικά και πνευματικά β) «ανώτερος… … Dictionary of Greek
ανώτερος — η, ο αυτός που βρίσκεται ψηλότερα από κάποιον άλλο, ο εξαιρετικός: Τον γνωρίζω καλά, είναι άνθρωπος ανώτερος. Φρ. «ανώτερος χρημάτων», αφιλοκερδής, «ανώτερος υποψίας», που δεν μπορούν να υποψιαστούν (συγκριτικός βαθμός από το επίρρ. άνω χωρίς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνωτέρων — ἀνώτερος upper fem gen pl ἀνώτερος upper masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτέρως — ἀνώτερος upper adverbial ἀνώτερος upper masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώτερον — ἀνώτερος upper masc acc sg ἀνώτερος upper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυλάρχης — Ανώτερος Γάλλος αξιωματούχος. Την εποχή των Φράγκων, ήταν αρχικά ένας κοινός υπηρέτης της αυλής. Στα χρόνια των Καπέτων ο ρόλος του ενισχύθηκε και αποτελούσε έναν από τους πέντε ανώτερους αξιωματούχους του βασιλείου. Εκείνη την εποχή και οι… … Dictionary of Greek
Τσολάκογλου, Γεώργιος — Ανώτερος στρατιωτικός (1886 – 1948). Όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα (1941) και κατέλαβαν τα Γρεβενά, απομόνωσαν τον ελληνικό στρατό που πολεμούσε νικηφόρα στην Αλβανία. Ο στρατηγός T., που βρισκόταν τότε επικεφαλής τμήματος στρατού στο… … Dictionary of Greek
ἀνωτέραις — ἀνώτερος upper fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτέρη — ἀνώτερος upper fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτέροις — ἀνώτερος upper masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)