-
81 αλλας
-
82 Αλυβας
-
83 ανδριας
άντος ὅ1) статуя, изваяние, фигура Pind., Her., Thuc., Arph., Xen., Plat., Arst.2) ирон. кукла, истукан(ὅ καλὸς ἀ. Dem.)
-
84 ανδροδαμας
-
85 Απεσας
-
86 Αφειδας
-
87 Βιας
- αντος, ион. Βίης, ηντος ὅ Биант1) брат Мелампода, муж Перо Hom.2) родом из Приены, один из «семи мудрецов»; серед. VI в. до н.э. Her., Plat., Arst., Plut. -
88 Βυζας
-
89 γιγας
-
90 Γιγας
-
91 Γλισας
-
92 Δρυας
I.II.- αντος ὅ Дриант1) предводитель фессалийских лапифов Hom., Hes.2) фракийский царь, отец Ликурга Hom., Soph. -
93 Δυμας
-
94 ελεφας
- αντος ὅ1) слонἐλέφαντος ὀδόντες Her., Arst. — слоновые бивни
2) слоновый бивень, слоновая кость(στεροπέ χρυσοῦτ΄ ἐλέφαντος Hom.; ἐλέφαντι ἠλέκτρῳ θ΄ ὑπολαμπής Hes.; χρυσὸς καὴ ἐ. Pind., Plat.)
-
95 εξας
I.- άδος ἥ число шесть, шестерка Arst., Luc., Plut.II.- ᾶντος ὅ гексант (лат. sextans; монета у сицилийских греков) Arst. -
96 Ερμοδαμας
- αντος ὅ Гермодамант ( учитель Пифагора) Diog.L. -
97 Ευρυδαμας
1) снотолкователь Hom.2) один из претендентов на руку Пенелопы Hom. -
98 Θαυμας
-
99 Θοας
- αντος ὅ Тоант1) сын Андремона, царь Этолии, участник Троянской войны на стороне греков Hom.2) сын Вакха и Ариадны, царь Лемноса Hom.3) троянец, убитый Менелаем Hom.4) сын Борисфена, миф. царь Тавриды, во владениях которого Ифигения была жрицей Артемиды Eur. -
100 Καλχας
См. также в других словарях:
συγγίγας — αντος, ὁ, Α [γίγας, αντος] αυτός που είναι γίγαντας παράλληλα με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
υπερκύδας — αντος, ὁ, Α υπερένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κῦδος (ΙΙ) «δόξα, φήμη» + κατάλ. ας, αντος αναλογικά προς τα: ἀκάμας, Πουλυδάμας] … Dictionary of Greek
γίγας — ( αντος), ο βλ. γίγαντας … Dictionary of Greek
μεταστάς — άντος, ο αυτός που έχει πεθάνει, ο εκλιπών («ήταν θαυμάσιος άνθρωπος ο μεταστάς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής μτχ. αορ. β τού μεθίσταμαι] … Dictionary of Greek
πολύτλας — αντος, ὁ, ΜΑ (κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) αυτός που υπέμεινε πολλά, καρτερικός («τὸν δ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τλας (< τλῆναι, απαρμφ. τού επικ. αορ. ἔτλαν τού τλῶ, άω)] … Dictionary of Greek
προμεταστάς — άντος, ὁ, Μ αυτός που πέθανε προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού αρσ. τής μτχ. αορ. προμεταστάς τού προμεθίστημι] … Dictionary of Greek
στιλβαδάμας — αντος, ο, Ν διαμάντι στρογγυλεμένο και κατεργασμένο με 58 περίπου έδρες, το οποίο πρόκειται να στερεωθεί σε κόσμημα και τού οποίου η καθαρότητα, η διαφάνεια, η λάμψη και το σχήμα καθορίζουν την ποιότητά του, κν. μπριλάντι ή μπριγιάντι ή μπριγιάν … Dictionary of Greek
τοξοδάμας — αντος, ὁ, Α τοξόδαμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + δάμας (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. λαο δάμας] … Dictionary of Greek
τραπεζογίγας — αντος, ὁ, Μ αυτός που τρώει πολύ, φαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + γίγας] … Dictionary of Greek
τριγίγας — αντος, ὁ, Α πελώριος γίγαντας, τρεις φορές γίγαντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + γίγας] … Dictionary of Greek
τριξάς — ᾱντος, ὁ, Α σικελικό νόμισμα αξίας τριών χαλκών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. triens, entis «είδος νομίσματος» (< tres, tria, πρβλ. τρεις)] … Dictionary of Greek