-
61 ἀλλᾶς
-
62 ἀ-λίβας
ἀ-λίβας, αντος, ὁ (von λιβάς, nach den Alten, ohne Lebenssaft, dem διερός entgegengesetzt), der Todte, Soph. frg. 751; ἔνεροι καὶ ἀλίβαντες, Plat. Rep. III, 387 c (Schol. διὰ τὴν λιβάδος ἀμεϑεξίαν); Plut. Symp. VIII, 10, 3 verbindet es mit σκελετός, beide Namen seien von der ξηρασία hergenommen; Call. frg. 88 soll nach E. M. οἶνος ἀλ. (entweder todter Wein, der kein Wein ist, oder der sich nicht zu Spenden eignet) Essig sein.
-
63 ἄ-τλᾱς
-
64 Ἄτλᾱς
Ἄτλᾱς, αντος, ὁ, als nom. pr. ein Gott, der die Säulen des Himmels in seiner Obhut hat, Od. 1, 52, vgl. Scholl.; nach Späteren, welche die Stelle der Od. mißverstanden, trägt oder hält er die Säulen; – auch der mit diesem Gott identificirte Berg Atlas in Westafrika; übertr., jeder Träger; bes. in der Baukunst, männliche, Gebälk tragende Bildsäulen, Poll.; Vitruv. 6, 9; am Schiff, Ath. V, 208 a.
-
65 ἐλασᾶς
ἐλασᾶς, ᾶντος, ὁ, erdichteter Vogelname, Ar. Av. 886.
-
66 ἐλεᾶς
ἐλεᾶς, ᾶντος, ὁ, eine Eulenart, Ar. Av. 302. 885.
-
67 ἐλέφας
ἐλέφας, αντος, ὁ, 1) der Elephant, Her. 3, 114 u. Folgde; ὁ ϑῆλυς ἐλ., Arist. H. A. 2, 1; ἡ ἐλ., Ath. XIII, 607 a. – 2) der Elephantenzahn, das Elfenbein; nur in dieser Bdtg bei Hom., Hes. u. Pind., denn das Elfenbein war durch den Handel viel früher als das Thier bekannt geworden. Bei Hom. dient es neben Gold, Silber u. Elektrum zu Verzierungen aller Art; Od. 19, 564 kommen die trüglichen Träume durch eine elfenbeinerne Pforte. – 3) Bei Ath. XI, 468 f 497 a eine Art Pokal. – 4) Bei Theophr. ein Edelstein. – 5) = ἐλεφαντίασις, Med.
-
68 ὑπερ-κύδᾱς
ὑπερ-κύδᾱς, αντος, ὁ, der über alle berühmte, überaus ruhmvoll, nur im acc. sing. und acc. plur. vorkommend, ὑπερκύδαντας Ἀχαιούς Il. 4, 66. 71, ὑπερκύδαντα Μενοίτιον Hes. Th. 510. Einige betrachteten es als dor. Zusammenziehung aus ὑπερκυδήεις, ὑπερκυδήεντος, ὑπερκυδῆντος, vgl. ἀργῆς, ἀργᾶς, τιμᾶς, dann müßte aber ὑπερκυδᾶντας accentuirt werden, vgl. Spitzner not. crit. zur Il. 4, 66.
-
69 ἑξᾶς
ἑξᾶς, ᾶντος, ὁ, der röm. sextans, Poll. 4, 174.
-
70 ἱλᾶς
-
71 ῥυγχ-ελέφας
ῥυγχ-ελέφας, αντος, ὁ, mit einem Elephantenrüssel, Pallad. 39 (XI, 204).
-
72 Αβας
- αντος ὅ Абант1) сын Линкея и Гипермнестры, внук Даная, двенадцатый царь Аргоса Pind.2) река в Мал. Азии Plut. -
73 Αθαμας
-
74 Αιας
1) «Μέγας», сын саламанского царя Теламона, внук Эака Hom., Soph.νῆσος Αἴαντος Aesch. = Σαλαμίς
2) «Ταχύς», сын Оилея, царя локров Hom. -
75 ακαμας
(Σπερχειός, ἠέλιος Hom.; ἵπποι, πόντος Pind.; Νότος, Βορέας Soph.; χρόνος Eur.; πόνοι Arst.)
-
76 Ακαμας
- αντος (ᾰκᾰ) ὅ Акамант1) сын Тесея и Федры, участник троянского похода, давиший имя атт. филе Ἀκαμαντίς Dem., Aeschin.2) сын Антенора, троянскии воин Hom.3) мыс на зап. побережье Кипра Luc. -
77 Ακραγας
1) река на южн. побережье Сицилии - ныне Fiume di San Biagio Thuc.2) дор. город на южн. побережье Сицилии, родина Эмпедокла Pind., Thuc. -
78 αλιβας
-
79 αλκας
-
80 Αλκιδαμας
- αντος ὅ Алкидамант (родом из Элеи, ученик Горгия, ритор и софист 2-й половины V в. до н.э.) Arst., Plut.
См. также в других словарях:
συγγίγας — αντος, ὁ, Α [γίγας, αντος] αυτός που είναι γίγαντας παράλληλα με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
υπερκύδας — αντος, ὁ, Α υπερένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κῦδος (ΙΙ) «δόξα, φήμη» + κατάλ. ας, αντος αναλογικά προς τα: ἀκάμας, Πουλυδάμας] … Dictionary of Greek
γίγας — ( αντος), ο βλ. γίγαντας … Dictionary of Greek
μεταστάς — άντος, ο αυτός που έχει πεθάνει, ο εκλιπών («ήταν θαυμάσιος άνθρωπος ο μεταστάς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής μτχ. αορ. β τού μεθίσταμαι] … Dictionary of Greek
πολύτλας — αντος, ὁ, ΜΑ (κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) αυτός που υπέμεινε πολλά, καρτερικός («τὸν δ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τλας (< τλῆναι, απαρμφ. τού επικ. αορ. ἔτλαν τού τλῶ, άω)] … Dictionary of Greek
προμεταστάς — άντος, ὁ, Μ αυτός που πέθανε προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού αρσ. τής μτχ. αορ. προμεταστάς τού προμεθίστημι] … Dictionary of Greek
στιλβαδάμας — αντος, ο, Ν διαμάντι στρογγυλεμένο και κατεργασμένο με 58 περίπου έδρες, το οποίο πρόκειται να στερεωθεί σε κόσμημα και τού οποίου η καθαρότητα, η διαφάνεια, η λάμψη και το σχήμα καθορίζουν την ποιότητά του, κν. μπριλάντι ή μπριγιάντι ή μπριγιάν … Dictionary of Greek
τοξοδάμας — αντος, ὁ, Α τοξόδαμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + δάμας (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. λαο δάμας] … Dictionary of Greek
τραπεζογίγας — αντος, ὁ, Μ αυτός που τρώει πολύ, φαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + γίγας] … Dictionary of Greek
τριγίγας — αντος, ὁ, Α πελώριος γίγαντας, τρεις φορές γίγαντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + γίγας] … Dictionary of Greek
τριξάς — ᾱντος, ὁ, Α σικελικό νόμισμα αξίας τριών χαλκών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. triens, entis «είδος νομίσματος» (< tres, tria, πρβλ. τρεις)] … Dictionary of Greek