-
1 ἀνδρο-δάμας
ἀνδρο-δάμας, αντος, Männer überwältigend, φόβος Pind. N. 3, 37; den Gatten tödtend, Ἐριφύλη 9, 16.
-
2 ἀνδροδάμας
A man-taming, φόβος, ῥιπὰ οῐνου, Pi.N.3.39, Fr. 166; man-slaying, of Eriphyle, Id.N.9.16 (ubi al. ἀνδροδάμαν τ' pro- δάμαντ').II arsenical pyrites, Ps.-Democr.Alch.p.45B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδροδάμας
-
3 ἀνδροδάμας
ἀνδρο-δάμας, Männer überwältigend; den Gatten tötend -
4 ανδροδαμας
См. также в других словарях:
λαοδάμας — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αλκίνοου, βασιλιά των Φαιάκων, νικητής στους αγώνες πυγμαχίας που έγιναν για να τιμηθεί ο Οδυσσέας. 2. Γιος του Αντήνορα, ήρωας των Τρώων, που σκοτώθηκε από τον Αίαντα στη μάχη που δόθηκε κοντά στα πλοία … Dictionary of Greek
λεοντοδάμας — λεοντοδάμας, αντος, ὁ (Α) δαμαστής λιονταριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + δάμας (< δάμνημι «δαμάζω, καταβάλλω), πρβλ. ανδρο δάμας, λαο δάμας] … Dictionary of Greek