-
101 κεκραξιδαμας
-
102 κιλλιβας
-
103 Κλεισας
-
104 κορυβας
- αντος ὅ1) вдохновение, восторженное исступление(τῆς ποιητικῆς Luc.)
2) корибант (черного цвета камень, которому приписывались магические свойства) Plut. -
105 Κορυβας
-
106 λαοδαμας
-
107 Λαοδαμας
- αντος ὅ Лаодамант1) сын Антенора Hom.2) сын Алкиноя Hom.3) сын Этеокла, принесший треножник в дар Аполлону Исменскому Her.4) тиранн Фокеи, участник Греко-персидской войны Her. -
108 λεοντοδαμας
-
109 Λεωδαμας
-
110 λυκαβας
τοῦδ΄ αὐτοῦ λυκάβαντος Hom. — еще в этом самом году
-
111 Μιμας
1) гора на ионийском побережье, против Хиоса Hom., Thuc., Arph.2) один из Кентавров Hes. или Гигантов Eur. -
112 οκριβας
-
113 Παλλας
I.Παλλάδος ἄστυ или πόλις Trag. — град Паллады, т.е. Афины;
II.- αντος ὅ Паллант1) титан, сын Криоса Hes.2) сын Мегамеда, отец Селены HH.3) сын Пандиона, убитый Тесеем Eur. -
114 πελεκας
-
115 Ποιας
-
116 Πολυδαμας
1) троянский воин и прорицатель, сын Пантоя и Фронтиды Hom.2) фракиец-атлет, современник Сократа Plat. -
117 πολυτλας
(Ὀδυσσεύς Hom., Soph.)
-
118 Πρας
(Πράς), αντός ἥ Прант (город в южн. Фессалии) Xen. -
119 ρυγχελεφας
-
120 συμπαν
См. также в других словарях:
συγγίγας — αντος, ὁ, Α [γίγας, αντος] αυτός που είναι γίγαντας παράλληλα με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
υπερκύδας — αντος, ὁ, Α υπερένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κῦδος (ΙΙ) «δόξα, φήμη» + κατάλ. ας, αντος αναλογικά προς τα: ἀκάμας, Πουλυδάμας] … Dictionary of Greek
γίγας — ( αντος), ο βλ. γίγαντας … Dictionary of Greek
μεταστάς — άντος, ο αυτός που έχει πεθάνει, ο εκλιπών («ήταν θαυμάσιος άνθρωπος ο μεταστάς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής μτχ. αορ. β τού μεθίσταμαι] … Dictionary of Greek
πολύτλας — αντος, ὁ, ΜΑ (κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) αυτός που υπέμεινε πολλά, καρτερικός («τὸν δ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τλας (< τλῆναι, απαρμφ. τού επικ. αορ. ἔτλαν τού τλῶ, άω)] … Dictionary of Greek
προμεταστάς — άντος, ὁ, Μ αυτός που πέθανε προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού αρσ. τής μτχ. αορ. προμεταστάς τού προμεθίστημι] … Dictionary of Greek
στιλβαδάμας — αντος, ο, Ν διαμάντι στρογγυλεμένο και κατεργασμένο με 58 περίπου έδρες, το οποίο πρόκειται να στερεωθεί σε κόσμημα και τού οποίου η καθαρότητα, η διαφάνεια, η λάμψη και το σχήμα καθορίζουν την ποιότητά του, κν. μπριλάντι ή μπριγιάντι ή μπριγιάν … Dictionary of Greek
τοξοδάμας — αντος, ὁ, Α τοξόδαμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + δάμας (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. λαο δάμας] … Dictionary of Greek
τραπεζογίγας — αντος, ὁ, Μ αυτός που τρώει πολύ, φαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + γίγας] … Dictionary of Greek
τριγίγας — αντος, ὁ, Α πελώριος γίγαντας, τρεις φορές γίγαντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + γίγας] … Dictionary of Greek
τριξάς — ᾱντος, ὁ, Α σικελικό νόμισμα αξίας τριών χαλκών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. triens, entis «είδος νομίσματος» (< tres, tria, πρβλ. τρεις)] … Dictionary of Greek