-
1 απροσδόκητον
ἀπροσδόκητοςunexpected: masc /fem acc sgἀπροσδόκητοςunexpected: neut nom /voc /acc sg -
2 ἀπροσδόκητον
ἀπροσδόκητοςunexpected: masc /fem acc sgἀπροσδόκητοςunexpected: neut nom /voc /acc sg -
3 απροσδοκητος
21) неожиданный, непредвиденный Aesch., Thuc., Arph., Plat., Plut.ἐξ ἀπροσδοκήτου Her., Plat. — неожиданно, врасплох;
ἀπροσδόκητον οὐδὲν εἴρηκας Soph. — в твоих словах нет ничего неожиданного2) не ожидавший, не предвидевший, застигнутый врасплох(ἐπιθέσθαι τινὴ ἀπροσδοκήτῳ Thuc.; τὸν Πειραιᾶ καταλαβεῖν ἀπροσδόκητον Plut.)
ἀπροσδόκητοι ὡς ἤδη μαχούμενοι Thuc. — не ожидав, что им придется уже вступить в бой -
4 ταπροσδόκητον
ἀπροσδόκητον, ἀπροσδόκητοςunexpected: masc /fem acc sgἀπροσδόκητον, ἀπροσδόκητοςunexpected: neut nom /voc /acc sgἐπροσδόκητον, προσδοκάωexpect: imperf ind act 2nd dual -
5 τἀπροσδόκητον
ἀπροσδόκητον, ἀπροσδόκητοςunexpected: masc /fem acc sgἀπροσδόκητον, ἀπροσδόκητοςunexpected: neut nom /voc /acc sgἐπροσδόκητον, προσδοκάωexpect: imperf ind act 2nd dual -
6 δουλοω
1) обращать в рабство, порабощать, покорять(τινα Plut.; καὴ σὲ καὴ πᾶσαν πόλιν Aesch.; Λυδοὴ ὑπὸ Πέρσῃσι δεδούλωντο Her.)
2) лишать силы или воли, надламыватьδουλοῖ φρόνημα τὸ ἀπροσδόκητον Thuc. — неожиданное подавляет мысль;δεδουλωμένος τέν γνώμην и τῇ γνώμῃ Thuc. — павший духом -
7 επιπλοος
Iὅ Her. = ἐπίπλοον См. επιπλοονIIстяж. ἐπίπλους ὅ1) подплывание, приплытиеτὸν ἐπίπλοον или τοὺς ἐπιπλόους ποιεῖσθαι Thuc., Plut. — совершать морской поход, нападать с моря (τῇ Μιλήτῳ и ἐπὴ τέν Σάμον Thuc.):ἐ. ἀλλήλοις Xen. — встреча (враждебных) флотов2) (подплывающий) флот(φίλιος Thuc.)
стяж. ἐπίπλους 21) против (кого-л.) или навстречу (кому-л.) плывущий(ναῦς Polyb.)
2) вслед (за кем-л.) плывущий(ναῦς Diod.)
-
8 συμβάν
(-άντος) τό событие, происшествие; сличай; инцидент;απροσδόκητον συμβάν — неожиданный случай
-
9 ἀπροστίμητος
A without penalty,Ἀρχ.Δελτ. 2.269
(Coronea, i B. C.).II ἀπροστίματον· ἀπροσδόκητον, ἀπρόσβατον, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπροστίμητος
-
10 ἔρεισμα
A prop, stay, support,σκῆπτρα, χειρὸς ἐρείσματα E.HF 254
; ἀμφὶ βάκτροις ἔρεισμα θέμενος,=ἐρεισάμενος, ib. 108: in pl., stays of a house, Pl.Lg. 793c ; props to keep a boat on shore upright (cf. ἕρμα), Theoc.21.12 ; ἁμμάτων ἐ. strong knots, E.HF 1036 (lyr.); of the legs which support the body, Arist.PA 689b19, IA 708b15 ; of the framework of the body, Id.PA 655a25, cf. HA 532b3 ; of food,ἀμβροσία γαστρὸς ἔ. λεπτῆς Arch.Pap.8.256
.2 metaph., of a person, Θήρων' ἔ. Ἀκράγαντος pillar of Agrigentum, Pi.O.2.6 ;Ἑλλάδος ἔ. κλειναὶ Ἀθᾶναι Id.Fr.76
, cf. Luc.Dem.Enc.10, Tim.50 ; ἔ. Ἀθηνῶν, of the (future) tomb of Oedipus, S.OC58.b of good fortune,εἰς ἀπροσδόκητον ἔ. καταντῶσιν Vett.Val.333.30
.II contusion, Hp.Fract.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔρεισμα
См. также в других словарях:
ἀπροσδόκητον — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem acc sg ἀπροσδόκητος unexpected neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀπροσδόκητον — ἀπροσδόκητον , ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem acc sg ἀπροσδόκητον , ἀπροσδόκητος unexpected neut nom/voc/acc sg ἐπροσδόκητον , προσδοκάω expect imperf ind act 2nd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aprosdoketon — Ein Aprosdoketon (altgriechisch: ἀπροσδόκητον etwas unerwartetes ) ist ein unvorhergesehenes, überraschend angewandtes, auffälliges Wort beziehungsweise ein Ausdruck anstelle einer zu erwartenden geläufigen Wendung. Es kann als eine Art… … Deutsch Wikipedia
неначинаѥмыи — (1*) пр. Зд. Неожиданный, неожидаемый: рж(с)тво да празнѹють. поне же неначинаемыи даръ чл҃вкомъ дастьсѧ. родитисѧ б҃ью словѹ ѿ м҃рь˫а. дв҃ца на сп(с)нье миру (ἀπροσδόκητον) ПНЧ XIV, 191г. Ср. начинаѥмыи … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
нечаѥмыи — (15) пр. 1.Безнадежный, такой, на которого нельзя надеяться: и побѣды раченье нечаѥмо. (ἀπεγνωμένης) ГБ XIV, 139в; в роли с. Безнадежный больной: и врачь охытрыи. да похваленъ бѹдеть. ѥгда болѧща˫а и нечаѥмы˫а ицѣлить. (νόσους... ἀπηλπισμένας)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κακοπάθεια — και κακοπάθια και κακοπαθιά, η (AM κακοπάθεια, Α και κακοπαθία, Μ και κακοπαθεία) [κακοπαθής] το να κακοπαθεί κάποιος, κακουχία, ταλαιπωρία, αθλιότητα («τοῡ γηραιοῡ... τὴν ἀπροσδόκητον κακοπάθειαν», Αντιφ.) νεοελλ. 1. διαβίωση γεμάτη στερήσεις,… … Dictionary of Greek
ολεθρεία — ὀλεθρεία και ὀλεθρία, ἡ (Α) όλεθρος, καταστροφή, αφανισμός («ὀλοφυρομένων τὴν ἀπροσδόκητον ἐξαίφνης ἐπικριθεῑσαν αὐτοῑς ὀλεθρίαν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀλεθρεία < ὀλεθρεύω, ενώ ο τ. ὀλεθρία < ὄλεθρος] … Dictionary of Greek