-
1 αμιλλώμαι
ἁμιλλάομαιcompete: pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)ἁμιλλάομαιcompete: pres ind mp 1st sgἁμιλλάομαιcompete: pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) -
2 ἁμιλλῶμαι
ἁμιλλάομαιcompete: pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)ἁμιλλάομαιcompete: pres ind mp 1st sgἁμιλλάομαιcompete: pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) -
3 αμιλλώμαι
(α) 1. αμετ. соревноваться;2. μετ. 1) соперничать (с кем-л.); 2) быть на том же уровне; быть равноценным (кому-чему-л.) -
4 αμιλλώμαι
rekabet etmek -
5 соревноваться
-
6 наперегонки
επίρ.αμιλλώμενος, παραβγαίνοντας•бежать наперегонки αμιλλώμαι, παραβγαίνω στο τρέξιμο•
плыть наперегонки αμιλλώμαι στο κολύμπι.
-
7 соревноваться
соревноватьсянесов ἀμιλλώμαι/ ἀνταγωνίζομαι (соперничать) / спорт. ἀγωνίζομαι. -
8 гонять
ρ.δ.μ.1. (σημαίνει ενέργεια προς διάφορες κατευθύνσεις και σε διάφορο χρόνο) βλ. гнать (1, 2, 3, 4 σημ.).2. στέλλω, κατευθύνω με παραγγελία.3. μτφ. (απλ.) εξελέγχω, εξετάζω τις γνώσεις ενός μαθήματος•εκφρ.гонять голубей – αφήνω ή υποχρεώνω τα περιστέρια να πετάξουν•лодыря, собак - – σκοτώνω μύγες (τεμπελιάζω)•гонять почту – μεταφέρω ταχυδρομείο.1. βλ. гнаться (με σημασία επαναληπτική).2. παλ. αμιλλώμαι στο τρέξιμο. -
9 конкурировать
-рую, -руешь ρ.δ.1. ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι• αμιλλώμαι.2. παλ. διαγωνίζομαι, μετέχω σε διαγωνισμό. -
10 оспаривать
ρ.δ.μ.βλ. оспорить. || συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι. || αμφισβητούμαι. || διεκδικούμαι. -
11 соревновать
-ную, -нуешьρ.δ. παλ.επιδίδομαι με ζήλο.1. αμιλλώμαι, συναγωνίζομαι.2. (αθλτ.) αγωνίζομαι. -
12 состязаться
ρ.δ. αμιλλώμαι, ανταγωνίζομαι, παραβγαίνω. || κάνω δικαστικό αγώνα. -
13 спорить
-рю -ришьρ.δ.1. συζητώ• αντιλέγω, λογομαχώ• φιλονικώ, ερίζω. || στοιχηματίζω. || αμφισβητώ, διαφωνώ, αντ ιγνωμώ. || διεκδικώ (δικαστικώς).2. μτφ. αγωνίζομαι, παλεύω•спорить с судьбой αγωνίζομαι με την τύχη (κατά της τύχης).
|| συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι.βλ. ενεργ. φ. (1 σημ.). -
14 ἁμιλλάομαι
A , Pl.R. 349c: [tense] aor.ἡμιλλήθην E.
(v. infr.), Th.6.31; laterἡμιλλησάμην Plu.Arat.3
, Luc.Par.51, Aristid.1.127, 149 J., etc.: [tense] pf.ἡμίλλημαι E.
(v. infr. 11.1):—compete, vie, contend, Ar.l.c., etc.;πρὸς ἀλλήλους Th.
l.c.: c. dat.pers., Hdt.4.71, E.Andr. 127, etc.; : c. dat. rei, contend in or with a thing,ἁμιλληθεὶς λόγῳ Id.Supp. 195
, cf.HF 1255; ; ἵπποις, τόξοις, etc., And.4.27, Pl.R. 328a, cf. Lg. 834a; περί τινος about or for a thing, Luc.Charid.20;περί τινι Pi.N.10.31
; ἐπί or πρός τι, Pl.Lg. 830e, 968b;ὑπέρ τινος Plb.5.86.8
: ἁ. ὡς .. or ὅπως .., Pl.R. 349c, X.HG7.2.14: c. acc. cogn.,ἁ. στάδιον Pl.Lg. 833a
.2 in pass. sense, made subjects of contest,E.
Fr.812.2.II without idea of rivalry, strive, hasten eagerly,ἐπὶ τὸ ἄκρον X.An.3.4.44
; πρός τι to obtain a thing, Pl.R. 490a, Arist.EN 1162b8, al.;δεῦρ' ἁμιλλᾶται ποδί E.Or. 456
;σὲ τὴν ὄρεγμα δεινὸν ἡμιλλημένην Id.Hel. 546
: metaph., c. acc. cogn., ποῖον ἁμιλλᾱθῶ γόον; how shall I groan loud enough? ib. 165;τόνδ' ἁμιλλῶμαι λόγον Hec. 271
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμιλλάομαι
-
15 Bandy
adj.P. βλαισός (Xen.).——————v. trans.Bandy words: V. συμβάλλειν λόγουςWords of reproach were bandied about: V. λόγοι... ἐρρόθουν κακοί (Soph., Ant. 259).Why do I thus bandy words with you? V. τί ταῦτα σοῖς ἁμιλλῶμαι λόγοις; (Eur., Hipp. 971).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bandy
-
16 Plea
subs.Defence: P. ἀπολογία, ἡ.Excuse: P. and V. πρόφασις, ἡ, λόγος, ὁ, σκῆψις, ἡ.Plea of justice: P. δικαίωμα, τό, δικαίωσις, ἡ, P. and V. δίκαιον, τό, or pl.What plea shall quench a mother's tears? V. μητρός... τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη; (Æsch., Theb. 584).On just grounds I urge this plea: V. τῷ μὲν δικαίῳ τόνδʼ ἁμιλλῶμαι λόγον (Eur., Hec. 271).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Plea
-
17 Urge
v. trans.Incite: P. and V. ὁρμᾶν, ἐξορμᾶν, ἐπικελεύειν, ἐγκελεύειν, ἐποτρύνειν (Thuc.), ἐξοτρύνειν (Thuc.), P. ἐνάγειν, V. ὀτρύνειν, ἐπισείειν, ὀρνύναι, ἐπεγκελεύειν (Eur., Cycl.); see also Rouse, Advise.Protest in argument: P. ἰσχυρίζεσθαι, διισχυρίζεσθαι, διαμάχεσθαι.Hurry on: P. and V. ἐπείγειν, σπεύδειν, ἐπισπεύδειν, P. κατεπείγειν, V. ἐπισπέρχειν (rare P.).They sought to urge on the war: P. ἐνῆγον πόλεμον (Thuc. 1, 67).Urge against: V. ἐπορνύναι (τινά τινι) (Eur., Cycl. 12).Urge as an excuse: P. and V. σκήπτειν (mid. in P.), προβάλλειν (mid. also in P.), προὔχεσθαι, προΐστασθαι (Eur., Cycl. 319), P. προφασίζεσθαι, προΐσχεσθαι, V. προτείνειν.On just grounds, I urge this plea: V. τῷ μὲν δικαίῳ τόνδʼ ἁμιλλῶμαι λόγον (Eur., Hec. 271).Urge a claim: P. δικαίωσιν προφέρειν (Thuc. 5, 17).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Urge
См. также в других словарях:
αμιλλώμαι — βλ. πίν. 61 (μόνο στον ενεστ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αμιλλώμαι — ( άομαι) (Α αμιλλῶμαι) αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι νεοελλ. είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω… … Dictionary of Greek
ἁμιλλῶμαι — ἁμιλλάομαι compete pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἁμιλλάομαι compete pres ind mp 1st sg ἁμιλλάομαι compete pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμιλλα — η (Α ἅμιλλα) 1. αγώνας για την υπεροχή, προσπάθεια δύο ή περισσοτέρων για υπερτέρηση, συναγωνισμός, ανταγωνισμός 2. αμοιβαίος ζήλος, αγώνας, προσπάθεια αρχ. 1. (με επίθ.) «ἅμιλλα φιλόπλουτος, πολύτεκνος» αγώνας για πλούτη, για παιδιά 2. φρ.… … Dictionary of Greek
προσαμιλλώμαι — άομαι, Α αμιλλώμαι με κάποιον επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἁμιλλῶμαι «συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι»] … Dictionary of Greek
αθλεύω — ἀθλεύω (Α) 1. αγωνίζομαι για βραβείο, αμιλλώμαι, παλεύω, μάχομαι 2. αγωνίζομαι, υποφέρω για κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἆθλος, ἄθλον. ΠΑΡ. αρχ. ἄθλευμα] … Dictionary of Greek
αμίλλημα — ἁμίλλημα, το (Α) [ἁμιλλῶμαι] 1. αγώνας, πάλη 2. γενετήσια μίξη, συνουσία … Dictionary of Greek
αμιλλητήρ — ἁμιλλητὴρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που αμιλλάται, που συναγωνίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμιλλῶμαι + παραγ. κατάλ. τήρ. ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀμιλλητήριος] … Dictionary of Greek
αμιλλητικός — ἁμιλλητικός, ή, όν (Α) αυτός που αναφέρεται στην άμιλλα ή ρέπει προς αυτήν, αγωνιστικός, ανταγωνιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμιλλῶμαι + παραγ. κατάλ. τικός] … Dictionary of Greek
αναμίλλητος — ἀναμίλλητος, ον (ΑΜ) [ἁμιλλῶμαι] αδιαφιλονίκητος, ασυναγώνιστος … Dictionary of Greek
ανθρωραΐζομαι — ἀνθωραΐζομαι (Α) αμιλλώμαι με κάποιον άλλο για το ωραίο … Dictionary of Greek