Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αμιλλώμαι

  • 1 соревноваться

    Русско-греческий словарь > соревноваться

  • 2 наперегонки

    επίρ.
    αμιλλώμενος, παραβγαίνοντας•

    бежать наперегонки αμιλλώμαι, παραβγαίνω στο τρέξιμο•

    плыть наперегонки αμιλλώμαι στο κολύμπι.

    Большой русско-греческий словарь > наперегонки

  • 3 соревноваться

    соревноваться
    несов ἀμιλλώμαι/ ἀνταγωνίζομαι (соперничать) / спорт. ἀγωνίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > соревноваться

  • 4 гонять

    ρ.δ.μ.
    1. (σημαίνει ενέργεια προς διάφορες κατευθύνσεις και σε διάφορο χρόνο) βλ. гнать (1, 2, 3, 4 σημ.).
    2. στέλλω, κατευθύνω με παραγγελία.
    3. μτφ. (απλ.) εξελέγχω, εξετάζω τις γνώσεις ενός μαθήματος•
    εκφρ.
    гонять голубей – αφήνω ή υποχρεώνω τα περιστέρια να πετάξουν•
    лодыря, собак - – σκοτώνω μύγες (τεμπελιάζω)•
    гонять почту – μεταφέρω ταχυδρομείο.
    1. βλ. гнаться (με σημασία επαναληπτική).
    2. παλ. αμιλλώμαι στο τρέξιμο.

    Большой русско-греческий словарь > гонять

  • 5 конкурировать

    -рую, -руешь ρ.δ.
    1. ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι• αμιλλώμαι.
    2. παλ. διαγωνίζομαι, μετέχω σε διαγωνισμό.

    Большой русско-греческий словарь > конкурировать

  • 6 оспаривать

    ρ.δ.μ.
    βλ. оспорить. || συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι. || αμφισβητούμαι. || διεκδικούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > оспаривать

  • 7 соревновать

    -ную, -нуешь
    ρ.δ. παλ.
    επιδίδομαι με ζήλο.
    1. αμιλλώμαι, συναγωνίζομαι.
    2. (αθλτ.) αγωνίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > соревновать

  • 8 состязаться

    ρ.δ. αμιλλώμαι, ανταγωνίζομαι, παραβγαίνω. || κάνω δικαστικό αγώνα.

    Большой русско-греческий словарь > состязаться

  • 9 спорить

    -рю -ришь
    ρ.δ.
    1. συζητώ• αντιλέγω, λογομαχώ• φιλονικώ, ερίζω. || στοιχηματίζω. || αμφισβητώ, διαφωνώ, αντ ιγνωμώ. || διεκδικώ (δικαστικώς).
    2. μτφ. αγωνίζομαι, παλεύω•

    спорить с судьбой αγωνίζομαι με την τύχη (κατά της τύχης).

    || συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι.
    βλ. ενεργ. φ. (1 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > спорить

  • 10 Bandy

    adj.
    P. βλαισός (Xen.).
    ——————
    v. trans.
    Bandy words: V. συμβάλλειν λόγους
    Words of reproach were bandied about: V. λόγοι... ἐρρόθουν κακοί (Soph., Ant. 259).
    Why do I thus bandy words with you? V. τί ταῦτα σοῖς ἁμιλλῶμαι λόγοις; (Eur., Hipp. 971).
    Bandy about, keep talking of: V. νὰ στόμα έχειν, ἐνδατεῖσθαι; see Circulate.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bandy

  • 11 Plea

    subs.
    Defence: P. ἀπολογία, ἡ.
    Excuse: P. and V. πρόφασις, ἡ, λόγος, ὁ, σκῆψις, ἡ.
    Plea of justice: P. δικαίωμα, τό, δικαίωσις, ἡ, P. and V. δκαιον, τό, or pl.
    What plea shall quench a mother's tears? V. μητρός... τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη; (Æsch., Theb. 584).
    On just grounds I urge this plea: V. τῷ μὲν δικαίῳ τόνδʼ ἁμιλλῶμαι λόγον (Eur., Hec. 271).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Plea

  • 12 Urge

    v. trans.
    Persuade: P. and V. πείθειν, ναπείθειν (Eur., Hel. 825), V. ἐκπείθειν.
    Induce: P. and V. προτρέπειν (or mid.), ἐπγειν, προγειν, ἐπαίρειν, P. ἐπισπᾶν.
    Incite: P. and V. ὁρμᾶν, ἐξορμᾶν, ἐπικελεύειν, ἐγκελεύειν, ἐποτρνειν (Thuc.), ἐξοτρνειν (Thuc.), P. ἐνάγειν, V. ὀτρνειν, ἐπισείειν, ὀρνύναι, ἐπεγκελεύειν (Eur., Cycl.); see also Rouse, Advise.
    Protest in argument: P. ἰσχυρίζεσθαι, διισχυρίζεσθαι, διαμάχεσθαι.
    Hurry on: P. and V. ἐπείγειν, σπεύδειν, ἐπισπεύδειν, P. κατεπείγειν, V. ἐπισπέρχειν (rare P.).
    They sought to urge on the war: P. ἐνῆγον πόλεμον (Thuc. 1, 67).
    Urge against: V. ἐπορνύναι (τινά τινι) (Eur., Cycl. 12).
    Urge as an excuse: P. and V. σκήπτειν (mid. in P.), προβάλλειν (mid. also in P.), προὔχεσθαι, προΐστασθαι (Eur., Cycl. 319), P. προφασίζεσθαι, προΐσχεσθαι, V. προτείνειν.
    On just grounds, I urge this plea: V. τῷ μὲν δικαίῳ τόνδʼ ἁμιλλῶμαι λόγον (Eur., Hec. 271).
    Urge a claim: P. δικαίωσιν προφέρειν (Thuc. 5, 17).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Urge

См. также в других словарях:

  • αμιλλώμαι — βλ. πίν. 61 (μόνο στον ενεστ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αμιλλώμαι — ( άομαι) (Α αμιλλῶμαι) αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι νεοελλ. είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω… …   Dictionary of Greek

  • ἁμιλλῶμαι — ἁμιλλάομαι compete pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἁμιλλάομαι compete pres ind mp 1st sg ἁμιλλάομαι compete pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμιλλα — η (Α ἅμιλλα) 1. αγώνας για την υπεροχή, προσπάθεια δύο ή περισσοτέρων για υπερτέρηση, συναγωνισμός, ανταγωνισμός 2. αμοιβαίος ζήλος, αγώνας, προσπάθεια αρχ. 1. (με επίθ.) «ἅμιλλα φιλόπλουτος, πολύτεκνος» αγώνας για πλούτη, για παιδιά 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • προσαμιλλώμαι — άομαι, Α αμιλλώμαι με κάποιον επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἁμιλλῶμαι «συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • αθλεύω — ἀθλεύω (Α) 1. αγωνίζομαι για βραβείο, αμιλλώμαι, παλεύω, μάχομαι 2. αγωνίζομαι, υποφέρω για κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἆθλος, ἄθλον. ΠΑΡ. αρχ. ἄθλευμα] …   Dictionary of Greek

  • αμίλλημα — ἁμίλλημα, το (Α) [ἁμιλλῶμαι] 1. αγώνας, πάλη 2. γενετήσια μίξη, συνουσία …   Dictionary of Greek

  • αμιλλητήρ — ἁμιλλητὴρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που αμιλλάται, που συναγωνίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμιλλῶμαι + παραγ. κατάλ. τήρ. ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀμιλλητήριος] …   Dictionary of Greek

  • αμιλλητικός — ἁμιλλητικός, ή, όν (Α) αυτός που αναφέρεται στην άμιλλα ή ρέπει προς αυτήν, αγωνιστικός, ανταγωνιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμιλλῶμαι + παραγ. κατάλ. τικός] …   Dictionary of Greek

  • αναμίλλητος — ἀναμίλλητος, ον (ΑΜ) [ἁμιλλῶμαι] αδιαφιλονίκητος, ασυναγώνιστος …   Dictionary of Greek

  • ανθρωραΐζομαι — ἀνθωραΐζομαι (Α) αμιλλώμαι με κάποιον άλλο για το ωραίο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»