Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αμέσως

  • 41 тотчас

    [τόττσας] επίρ. αμέσως

    Русско-греческий новый словарь > тотчас

  • 42 незамедлительно

    [νιζαμιντλίτιλ'νφ] επίρ αμέσως

    Русско-эллинский словарь > незамедлительно

  • 43 немедленно

    [νιμιέντλιννο] επίρ αμέσως

    Русско-эллинский словарь > немедленно

  • 44 сразу

    [σράζου] εχίρ αμέσως

    Русско-эллинский словарь > сразу

  • 45 тотчас

    [τόττσας] επίρ αμέσως

    Русско-эллинский словарь > тотчас

  • 46 безотлагательно

    επίρ.
    χωρίς αναβολή, αμέσως, επειγόντως.

    Большой русско-греческий словарь > безотлагательно

  • 47 ближайший

    υπερθ. βαθμός του επ. близкий.
    1. πλησιέστατος, εγγύτατος, ο πλησιέστερος•

    -ая почта το τιλησιέστερο ταχυδρομείο•

    -ие родственники οι πλησιέστεροι συγγενείς•

    в -ем будущем στο πιο σύντομο (κοντινό) μέλλον•

    в -ие дни στις προσεχείς μέρες.

    || άμεσος•

    -ие задачи τα άμεσα καθήκοντα.

    2. ο αμέσως επόμενος, ο άμεσος•

    ближайший начальник ό άμεσος προϊστάμενος.

    || προσωπικός, άμεσος, χωρίς μεσολάβηση άλλου•

    при -щем участии με άμεση συμμετοχή•

    при -щем рассмотрении ύστερα από προσωπική εξέταση.

    Большой русско-греческий словарь > ближайший

  • 48 бухты-барахты

    с бухты-барахты στο άψε-σβήσε, αμέσως.

    Большой русско-греческий словарь > бухты-барахты

  • 49 всмотреться

    всмотрюсь, всмотришься, ρ.σ. βυθίζω το βλέμμα, κοιτάζω καλά, προσεχτικά, ερευνώ•

    всмотреться в морскую даль κοιτάζω βαθιά στο πέλαγος•

    я -лся в него и сразу узнал τον κοί? ταξα καλά,’ии αμέσως τον γνώριοα.

    Большой русско-греческий словарь > всмотреться

  • 50 вылитый

    επ. από μτχ.
    πανόμοιος, ίδιος, απαράλλαχτος•
    - отец αμέσως σας γνώρισα, ίδιος πατέρας.

    Большой русско-греческий словарь > вылитый

  • 51 горячий

    επ., βρ: -ряч, -а, -о.
    1. θερμός, ζεστός. || καυτός, καυτερός, ζεματιστός. || μτφ. διακαής, ένθερμος, διάπυρος•

    -ее желание διακαής πόθος.

    2. μτφ. θερμός•

    горячий привет θερμός χαιρετισμός•

    горячий защитник θερμός υποστηριχτής.

    || ζωηρός•

    горячий спор ζωηρή συζήτηση.

    || μεγάλος•

    горячий поклонник μεγάλος θαυμαστής, λάτρης.

    || οξύθυμος, θυμικός•

    -ая голова θερμόαιμος, θερμοκέφαλος.

    || σφοδρός•

    -ая любовь σφοδρός έρωτας.

    3. ευέξαπτος, ευερέθιστος, ευδιέγερτος, αράθυμος, τσινιάρης. || ορμητικός, ακράτητος, ατίθασος (για άλογα).
    4. εντατικός (γιά καιρό, εποχή)•

    -ая пора καιρός εντατικής δουλείας (θέρος-τρύγος• πόλεμος)•

    -ие дни μέρες φούριας.

    5. καυτός•

    -ая обработка металла καυτό δούλεμα μετάλλου.

    6. ουσ. ουδ. -ее το ζεστό φαγητό.
    εκφρ.
    - ая кровь у кого – ο θερμόαιμος•
    - ие напиткиπαλ. οινοπνευματώδη ποτά•
    по -им следам – α) στα νωπά ίχνη. β) αμέσως μετά (από ένα γεγονός)•
    под -ую руку (попасть) – πέφτω επάνω σε εξοργισμένο.

    Большой русско-греческий словарь > горячий

  • 52 два

    α. κ. ουδ., две θ., двух, двум, двумя, о двух αριθμτ. απόλυτο δύο, δυό•

    по -από δυό, ανα δυό, δυό-δυό•

    два стакана δυό ποτήρια•

    дважды два - четыре δύο επί δύο -τέσσερα.

    εκφρ.
    ни два ни полтора – ούτε ναι ούτε όχι (ακαθόριστα)•
    через два дня – μετά από δυό μέρες•
    каждые два дня – μέρα παρά μέρα, κάθε δυό μέρες•
    в двух словах – σύντομα, με δυό λόγια•
    в два счета – αμέσως, στη στιγμή, στο πι και στο φι, ώσπου να πεις ένα-δυό• —три δυό-τρία• —три раза δυό-τρείς φορές•
    черта с -! – (απλ.) γρυ, ούτε γρυ, καθόλου, ούτε σταλιά.

    Большой русско-греческий словарь > два

  • 53 жадно

    επίρ.
    λαίμαργα, αχόρταγα, άπληστα. || με πάθος, ένθερμα. || μτφ. γρήγορα, αμέσως, με μεγάλη προσοχή ή ενδιαφέρο• ανυπόμονα.

    Большой русско-греческий словарь > жадно

  • 54 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 55 заболонь

    θ.
    στέαρ, το ξύλο που βρίσκεται αμέσως μετά το φλοιό.

    Большой русско-греческий словарь > заболонь

  • 56 закусить

    -ушу, -усишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закушенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    δαγκώνω•

    закусить губу δαγκώνω το χείλι.

    εκφρ.
    закусить удила – α) εξανίσταμαι, δεν υπακούω πια (για άλογο), θ) αποχαλινώνομαι•
    закусить язык – δαγκώνω τη γλώσσα (σιγώ, το βουλώνω).
    -ушу, -усишь
    ρ.σ.
    1. κολατσίζω, τρώγω πρόχειρα, τσιμπώ•

    закусить наскоро τρώγω στα πεταχτά.

    2. μ. πίνω με... закусить водку рыбкой πίνω βότκα με μεζέ ψαράκι•

    закусить лекарство конфеткой παίρνω φάρμακο και αμέσως μετά καραμέλα.

    || παίρνω μεζέ πριν το φαγητό.
    δαγκώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > закусить

  • 57 запивать

    ρ.δ.
    βλ. запить 1.
    πίνω αμέσως μετά από κάτι•

    запивать лекарство водой πίνω νερό μετά από το φάρμακο.

    βλ. ρ. ενεργ. φ.
    ρ.δ.
    αρχίζω να πίνω. || υποφέρω για πιοτό.

    Большой русско-греческий словарь > запивать

  • 58 зараз

    επίρ.
    μια φορά• μονοκοπανιά.
    επίρ. (διαλκ.) τώρα, αμέσως, αυτή χ η στιγμή.

    Большой русско-греческий словарь > зараз

  • 59 затем

    επίρ.
    1. μετά, έπειτα, ύστερα, κατόπι απ’ αυτό•

    вслед затем αμέσως ύστερ’ απ’αυτό•

    2. για το σκοπό αυτό" με το σκοπό αυτό•

    я приехал, чтобы окончательно объясниться с вами ήρθα με το σκοπό να εξηγηθούμαι μια και καλή.

    3. γι’ αυιό, γι’ αυτήν την αιτία. || επειδή, γιατί.

    Большой русско-греческий словарь > затем

  • 60 карьер

    α.
    1. καλπασμός.
    2. βλ. карьера.
    εκφρ.
    с места в карьер – πάραυτα, παρευθϋς, αμέσως, στη στιγμή.
    α. λατομείο, νταμάρι.

    Большой русско-греческий словарь > карьер

См. также в других словарях:

  • αμέσως — επίρρ. (Α ἀμέσως) [ἄμεσος] 1. δίχως τη μεσολάβηση κάποιου, απευθείας 2. δίχως τη μεσολάβηση χρονικού διαστήματος, δίχως χρονοτριβή, ευθύς …   Dictionary of Greek

  • ἀμέσως — ἄμεσος immediate adverbial ἄμεσος immediate masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»