Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αμέσως

  • 1 αμέσως

    επίρρ. тут же, сразу (же);

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αμέσως

  • 2 αμέσως

    [амэсос] επίρ непосредственно, немедленно, тотчас.

    Эллино-русский словарь > αμέσως

  • 3 τώρα

    επίρρ.
    1) теперь, сейчас;

    ως τώρα — до сих пор;

    από τώρα — а) с этих пор, отныне; — б) так рано;

    τώρα μόλις — только что;

    τώρα αμέσως — очень скоро, сейчас же;

    τώρα αμέσως! — сию минуту!;

    2) уже;

    δυό μήνες τώρα... — уже два месяца, как...;

    τώρα κι' άλλη μιά φορά — уже давно;

    3) только что;
    μέσα είναι ο Πέτρος;

    — — δχι, τώρα έφυγε — Петр здесь? — Нет, только что ушёл;

    § έλα τώρα! — это ты брось!, брось, пожалуйста!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τώρα

  • 4 ενδιαφερόμενες

    η, ο[ν] заинтересованный;

    ενδιαφερόμενεςη πλευρά — заинтересованная сторона;

    είμαι ο αμέσως ενδιαφερόμενες — быть непосредственно заинтересованным лицом;

    οι ενδιαφερόμενεςοι δύνανται να υποβάλουν αιτήσεις — желающие могут подать заявление

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ενδιαφερόμενες

  • 5 εννοώ

    (ε) μετ.
    1) думать, намереваться, собираться; иметь в виду;

    δεν εννοεί να φύγει — он и не думает уходить;

    εννοώ να πάμε μαζύ — я думаю, что мы (с вами) пойдём вместе;

    2) понимать, постигать; разбираться (в чём-л.);

    σάς εννοώ καλώς — я вас хорошо понимаю;

    εννοώ αρκετά την ελληνική — я достаточно хорошо понимаю по-гречески;

    δεν εννοεί την συμφωνική μουσική — он не понимает симфонической музыки;

    3) замечать, чувствовать, ощущать;

    με την συζήτησιν δεν εννοήσαμεν πότε παρήλθεν η ώρα — за беседой мы не заметили, как пролетело время;

    4) хотеть, желать; требовать;

    εννοει ό,τι πεί να γίνεται — он требует, чтобы всё, что он говорит, было сделано;

    εννοώ να φύγεις αμέσως — я хочу, чтобы ты сейчас же ушёл;

    5) означить;

    τί εννοεί αυτή η λέξη; — что означает это слово? εννοούμαι — быть понятным;

    μερικά χωρία τού Πινδάρου δεν εννοούνται πλήρως — некоторые места у Пиндара не совсем понятны;

    εννοείται! — понятно!, разумеется!, конечно!;

    τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται — комментарии излишни;

    § να εννοούμεθα! — чтобы потом не было недоразумений!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εννοώ

  • 6 παραγγέλλω

    (αόρ. (ε)παράγγειλα и παρήγγειλα) 1. μετ.
    1) заказывать (что-л.), делать заказ (на что-л.); 2) предписывать, велеть (о враче); 2. αμετ. 1) передавать просьбу (через кого-л.); μου παρήγγειλε να τού στείλω βιβλία он передал мне просьбу выслать ему книги; 2) приказывать; предписывать;

    παραγγέλλω να φύγετε αμέσως — я приказываю вам немедленно уйти

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παραγγέλλω

  • 7 ψωμί

    τό
    1) хлеб;

    ψωμί σιταρένιο — пшеничный хлеб;

    άσπρο (μαύρο, μπαγιάτικο) ψωμί — белый (чёрный, чёрствый) хлеб;

    ένα κομμάτι ψωμίломоть или кусочек хлеба;

    ψωμί μονό — ока хлеба;

    ψωμί διπλό — два ока хлеба;

    2) хлеб; еда, кушанье, пища;

    έφαγε ψωμί — к' έφυγε αμέσως — поел и сейчас же ушёл;

    § βγάζω το ψωμί μου — зарабатывать свой хлеб, зарабатывать себе на пропитание;

    στερώто ψωμί κάποιου — отнимать хлеб у кого-л.;

    παίρνω το ψωμί κάποιου — отбивать у кого-л. хлеб;

    έχω το ψωμί μου — иметь свои с;

    редства; иметь средства существования;

    τρώγω ψωμί και σουγιά — перебиваться с хлеба на квас;

    δεν έχει ψωμί να φάει — он голодает;

    αυτή η δουλειά έχει ψωμί — это хлебная должность;

    λίγα είναι τα ψωμιά του — он долго не протянет;

    φάγαμε ψωμί κι' αλάτι μαζί — мы с ним вместе пуд соли съели; — мы с ним старые друзья;

    θα φδς πολλά ψωμιά ακόμα — а) придётся тебе ещё потрудиться; — б) тебя ещё многое ожидает, тебе ещё многое придётся увидеть;

    ψωμί δεν εχουμε, ρεπανάκια γιά την όρεξη γυρεύομε — погов, ест орехи, а на зипуне прорехи

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ψωμί

См. также в других словарях:

  • αμέσως — επίρρ. (Α ἀμέσως) [ἄμεσος] 1. δίχως τη μεσολάβηση κάποιου, απευθείας 2. δίχως τη μεσολάβηση χρονικού διαστήματος, δίχως χρονοτριβή, ευθύς …   Dictionary of Greek

  • ἀμέσως — ἄμεσος immediate adverbial ἄμεσος immediate masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»