-
1 ακρατεία
-
2 ἀκρατείᾳ
-
3 ακράτεια
-
4 ἀκράτεια
-
5 ακρατεια
-
6 ακράτεια
η невоздержанность, неумеренность; несдержанность;ακράτεια γλώσσης — болтливость;
§ ακράτεια ουρών — недержание мочи
-
7 ακράτεια
[акратиа] ουσ θ неумеренность, несдержанность. -
8 ἀκράτεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκράτεια
-
9 ἀκράτεια
-
10 ακρατείας
ἀκρατείᾱς, ἀκράτειαwant of power: fem acc plἀκρατείᾱς, ἀκράτειαwant of power: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ἀκρατείας
ἀκρατείᾱς, ἀκράτειαwant of power: fem acc plἀκρατείᾱς, ἀκράτειαwant of power: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 ακρασια
-
13 ακρατίας
ἀκρατίᾱς, ἀκράτειαwant of power: fem acc plἀκρατίᾱς, ἀκράτειαwant of power: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀκρατίᾱς, ἀκρατίαabsence of mixture: fem acc plἀκρατίᾱς, ἀκρατίαabsence of mixture: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 ἀκρατίας
ἀκρατίᾱς, ἀκράτειαwant of power: fem acc plἀκρατίᾱς, ἀκράτειαwant of power: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀκρατίᾱς, ἀκρατίαabsence of mixture: fem acc plἀκρατίᾱς, ἀκρατίαabsence of mixture: fem gen sg (attic doric aeolic) -
15 ἀ-κρασία
ἀ-κρασία, ἡ (ἀκρατής), = ἀκράτεια, Unenthaltsamkeit, Ausschweifung, von Xen. an, Mem. 4, 5, 6 ff.; der σωφροσύνη entgegengesetzt wieder ἐγκράτεια; Conv. 8, 27; ἀκρασίαν παρέχεσϑαι, sich ausschweifend zeigen, Isocr. 15, 222; ἀκρ. βίου Dem. 2, 18; neben πλεονεξία 26, 25; seit Arist., z. B. Eth. N. 7, 4 Magn. 2, 6, herrschende Form; Plut., ἡ πρὸς τὸ λαλεῖν ἀκρ. Lyc. 19, u. sonst.
-
16 ἀ-κρατία
ἀ-κρατία, ἡ, att., Thuic.; Plat., Nebenform von ἀκράτεια.
-
17 ακρατία
ἀκρατίᾱ, ἀκράτειαwant of power: fem nom /voc /acc dualἀκρατίᾱ, ἀκρατίαabsence of mixture: fem nom /voc /acc dualἀκρατίᾱ, ἀκρατίαabsence of mixture: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
18 ἀκρατία
ἀκρατίᾱ, ἀκράτειαwant of power: fem nom /voc /acc dualἀκρατίᾱ, ἀκρατίαabsence of mixture: fem nom /voc /acc dualἀκρατίᾱ, ἀκρατίαabsence of mixture: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
19 ακράτειαι
-
20 ἀκράτειαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀκρατείᾳ — ἀκρατείᾱͅ , ἀκράτεια want of power fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτεια — want of power fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακράτεια — Ιατρικός όρος που σημαίνει την ακούσια απώλεια ούρων ή κοπράνων. Είναι συνήθως νευρογενής και εμφανίζεται, συχνά, στην παιδική ηλικία. * * * η (Α ἀκράτεια) αδυναμία αυτοσυγκράτησης, έλλειψη αυτοκυριαρχίας, εγκράτειας νεοελλ. φρ. «ακράτεια… … Dictionary of Greek
ακράτεια — η 1. το να μην μπορεί κανείς να περιορίσει τα πάθη του: Η ακράτεια αυτή τον ζημίωσε πολύ στη ζωή του. 2. (ιατρ.), ακράτεια ούρων, το να αποβάλλονται τα ούρα χωρίς τη θέλησή μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκρατείας — ἀκρατείᾱς , ἀκράτεια want of power fem acc pl ἀκρατείᾱς , ἀκράτεια want of power fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτειαι — ἀκράτεια want of power fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτειαν — ἀκράτεια want of power fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρακράτεια — η ιατρ. ακράτεια ούρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ούρα + ακράτεια] … Dictionary of Greek
ἀκρατίας — ἀκρατίᾱς , ἀκράτεια want of power fem acc pl ἀκρατίᾱς , ἀκράτεια want of power fem gen sg (attic doric aeolic) ἀκρατίᾱς , ἀκρατία absence of mixture fem acc pl ἀκρατίᾱς , ἀκρατία absence of mixture fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Acracia — ► sustantivo femenino 1 POLÍTICA Doctrina que niega la necesidad de un poder o de una autoridad. SINÓNIMO anarquismo 2 POLÍTICA Estado social caracterizado por la ausencia de autoridad o estructura de poder. SINÓNIMO anarquía * * * acracia (del… … Enciclopedia Universal
LUXURIA — a luxu, quod proprie luxatio, ἐξάρτρωσις, inde intemperantia cupiditatum, cum sc. eae luxae s. solutae sunt, ἀσωτία, ἀκράτεια: circa victum et vestitum inprimis, proprie profusa impensa. Sic in victu, Luxuriosorum principes, ex Graecis quidem… … Hofmann J. Lexicon universale