-
1 κρατεία
-
2 κρατείᾳ
-
3 κρατεία
-
4 κρατεῖα
-
5 παθο-κράτεια
παθο-κράτεια, ἡ, Herrschaft über die Leidenschaften, Sp.
-
6 γυναικο-κράτεια
γυναικο-κράτεια, ἡ, dasselbe, Plut. Lyc. 14, wenn nicht auch hier - κρατία zu schreiben.
-
7 αὐτο-κράτεια
αὐτο-κράτεια, ἡ, die Selbstherrschaft, Plat. Def. p. 412 c.
-
8 ἀριστο-κράτεια
ἀριστο-κράτεια, ἡ, bessere Form ἀριστοκρατία, ἡ, die Herrschaft der Vornehmsten, Edelsten, Aristokratie, vgl. Plat. Polit. 301 a; Arist. Polit. 4, 7; vgl. Pol. 6, 4; eine Staatsverfassung, in der die Besten, Tugendhaftesten herrschen.
-
9 ὀχλο-κρατεία
ὀχλο-κρατεία, ἡ, = ὀχλοκρατία, Lob. Phryn. 526.
-
10 ἀ-κράτεια
-
11 ἐπι-κράτεια
ἐπι-κράτεια, ἡ, Uebergewalt, Oberherrschaft, Gewalt; ἔξω τῆς τοῦ τυράννου ἐπικρατείας γίγνεσϑαι Xen. Hier. 6, 13; öfter Pol.; Sieg, 2, 1, 3, D. Cass. 65, 18; – das Gebiet, εἰς τὴν Καρχηδονίων ἐπικράτειαν φυγεῖν Plat. Ep. VII, 349 c; κρήνη ὑπὸ τῇ ἐπικρατείᾳ τοῦ χωρίου Xen. An. 6, 2, 4; Plut.
-
12 ἐγ-κράτεια
ἐγ-κράτεια, ἡ, Enthaltsamkeit, τινός, von Etwas, Selbstbeherrschung, bes. Mäßigung in sinnlichen Genüssen, ἡδονῶν καὶ ἐπιϑυμιῶν Plat. Rep. IV, 430 e; ἑαυτοῦ III, 390 b; πάντων, ὑφ' ὧν κρατεῖσϑαι τὴν ψυχὴν αἰσχρόν Isocr. 1, 21; ἀφροδισίας Xen. Ages. 5, 4; πρὸς ἐπιϑυμίαν Mem. 2, 1, 1; Plut. Tib. Graech. 3; Plat. defin. 412 a ἐγκ. ψυχῆς πρὸς τὰ φοβερὰ καὶ δεινά.
-
13 ἰσο-κράτεια
ἰσο-κράτεια, ἡ, gleiche Macht, Sp.
-
14 κρατείας
κρατείᾱς, κρατύςstrong: fem acc plκρατείᾱς, κρατύςstrong: fem gen sg (doric aeolic) -
15 αυτοκρατεια
-
16 εγκρατεια
(τινος Xen., Isocr., πρός τι Xen., Plat., Plut. и περί τι Arst., Plut.)
ἐ. ψυχῆς πρὸς τὰ φοβερὰ καὴ δεινά Plat. — самообладание перед лицом страшных опасностей;ἐ. περὴ τὰς χεῖρας Plut. — бескорыстие, честность -
17 επικρατεια
(ρᾰ) ἥ1) господство, владычество, власть, обладаниеκαταθέσθαι τι ἐν τῇ ἐπικρατείᾳ τινός Xen. — передать что-л. в чьё-л. владение
2) владения, область(Καρχηδονίων Plat., Arst.; Φοινίκων Plut.)
κρήνη ῥέουσα ὑπὸ τῇ ἐπικρατείᾳ τοῦ χωρίου Xen. — источник, текущий в этой области3) (пре)одоление, превосходство Polyb., Plut.κατ΄ ἐπικράτειαν Sext. — в большей части
-
18 αὐτοκράτεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοκράτεια
-
19 παθοκράτεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παθοκράτεια
-
20 πασικράτεια
A universal queen, a goddess of the underworld, IG14.268 ([place name] Selinus), PMag.Par.1.2774:—also [full] Πᾱσικράτη, [dialect] Dor. [suff] πᾱσῐ-α, Ἀρχ. Ἐφ.1910.397 ([place name] Ambracia).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πασικράτεια
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κρατείᾳ — κρατείᾱͅ , κρατύς strong fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατεῖα — κρατύς strong fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατείας — κρατείᾱς , κρατύς strong fem acc pl κρατείᾱς , κρατύς strong fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργοκράτεια — ἡ, Μ η επικράτηση με τη βοήθεια πύργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + κράτεια (< κρατής < κράτος), πρβλ. γυναικο κράτεια, παθο κράτεια] … Dictionary of Greek
συγκράτεια — ἡ, Μ εγκράτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κράτεια (< κρατής < κράτος «δύναμη, ισχύς»), πρβλ. ἐπι κράτεια] … Dictionary of Greek
Πασικράτεια — και Πασικράτη, η, δωρ. τ. Πασικράτα, Α (για την Περσεφόνη) η βασίλισσα τού σύμπαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + κράτεια (< κρατής < κρατῶ)] … Dictionary of Greek
γυναικοκρατία — η (Α γυναικοκρατία και γυναικοκράτεια) 1. επικράτηση τών γυναικών ή υποταγή τών ανδρών στις γυναίκες 2. η μητριαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. γυναικοκρατία < γυνή, γυναικός + κρατία < κρατής < κράτος γυναικοκράτεια < γυνή, γυναικός + κράτεια <… … Dictionary of Greek
παθοκράτεια — παθοκράτεια, ἡ (Α) καθυπόταξη τών παθών, εγκράτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + κράτεια (< κρατής < κράτος)] … Dictionary of Greek
Αβράμιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Έζησε στα χρόνια 296 366 μ.Χ. Πατρίδα του ήταν η Έδεσσα της Συρίας (σημερινή Ούρφα). Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και έδρασε ως ιεραπόστολος σε περιοχές που αγνοούσαν τον χριστιανισμό. H… … Dictionary of Greek