Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀ-κράτεια

См. также в других словарях:

  • κρατείᾳ — κρατείᾱͅ , κρατύς strong fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατεῖα — κρατύς strong fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατείας — κρατείᾱς , κρατύς strong fem acc pl κρατείᾱς , κρατύς strong fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυργοκράτεια — ἡ, Μ η επικράτηση με τη βοήθεια πύργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + κράτεια (< κρατής < κράτος), πρβλ. γυναικο κράτεια, παθο κράτεια] …   Dictionary of Greek

  • συγκράτεια — ἡ, Μ εγκράτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κράτεια (< κρατής < κράτος «δύναμη, ισχύς»), πρβλ. ἐπι κράτεια] …   Dictionary of Greek

  • Πασικράτεια — και Πασικράτη, η, δωρ. τ. Πασικράτα, Α (για την Περσεφόνη) η βασίλισσα τού σύμπαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + κράτεια (< κρατής < κρατῶ)] …   Dictionary of Greek

  • γυναικοκρατία — η (Α γυναικοκρατία και γυναικοκράτεια) 1. επικράτηση τών γυναικών ή υποταγή τών ανδρών στις γυναίκες 2. η μητριαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. γυναικοκρατία < γυνή, γυναικός + κρατία < κρατής < κράτος γυναικοκράτεια < γυνή, γυναικός + κράτεια <… …   Dictionary of Greek

  • παθοκράτεια — παθοκράτεια, ἡ (Α) καθυπόταξη τών παθών, εγκράτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + κράτεια (< κρατής < κράτος)] …   Dictionary of Greek

  • Αβράμιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Έζησε στα χρόνια 296 366 μ.Χ. Πατρίδα του ήταν η Έδεσσα της Συρίας (σημερινή Ούρφα). Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και έδρασε ως ιεραπόστολος σε περιοχές που αγνοούσαν τον χριστιανισμό. H… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»