Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αγωνίζεται

См. также в других словарях:

  • ἀγωνίζεται — ἀγωνίζομαι contend for a prize pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγωνιστής — ο (Α ἀγωνιστής) (Ν θηλ. ίστρια) [ἀγωνίζομαι] 1. αυτός που αγωνίζεται σε πόλεμο, μαχητής, πολεμιστής 2. ανταγωνιστής σε αθλητικό αγώνα, αθλητής 3. αυτός που αγωνίζεται ειρηνικά για κάτι, υπέρμαχος, υποστηρικτής νεοελλ. για τους αγωνιστές τής… …   Dictionary of Greek

  • αθλητής — ο (Α ἀθλητὴς) (ΝΜ θηλ. ήτρια) αυτός που αγωνίζεται για το βραβείο, αυτός που μετέχει στα αθλητικά αγωνίσματα (αρχ. και ως επίθ.) ο εξασκημένος σε κάτι, έμπειρος μσν. νεοελλ. αυτός που αγωνίζεται για την επικράτηση μιας ιδέας (λέγεται συνήθως για… …   Dictionary of Greek

  • προαγωνιστής — ο, ΝΑ [προαγωνίζομαι] αυτός που αγωνίζεται για κάτι ή αυτός που αγωνίζεται πριν από κάποιον, υπέρμαχος, πρόμαχος (α. «ὧν ἡ μὲν τοὺς μάχιμους ἔχει καὶ προαγωνιστὰς ἁπάντων», Στράβ. β. «προαγωνιστὴς τῆς δημοκρατίας», Πολυδ.) νεοελλ. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • άλτης — Μυθολογικό πρόσωπο, βασιλιάς των Αελέγων, που κατοικούσε στην Πήδασο, περιοχή της Μ. Ασίας. Η κόρη του, Ααρθόη, ήταν μια από τις γυναίκες του Πριάμου και γέννησε μαζί του τον Λυκάονα και τον Πολύδωρο. * * * ο [άλλομαι] αθλητής που αγωνίζεται στο… …   Dictionary of Greek

  • έξαθλος — ἔξαθλος, ον (Α) [άθλος] αυτός που δεν μπορεί πλέον να αγωνίζεται …   Dictionary of Greek

  • αέθλιος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία ή του Αίολου και της Πρωτογένειας, κόρης του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Πατέρας του βασιλιά της Ήλιδας Ενδυμίωνα. Προστάτης των αγώνων. 2. Εγγονός του προηγούμενου, γιος του Ενδυμίωνα από την Υπερίππη …   Dictionary of Greek

  • αγχέπαλος — ἀγχέπαλος, ον (Μ) αυτός που αγωνίζεται από κοντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + παλαίω] …   Dictionary of Greek

  • αγωνιστικός — ή, ό (Α ἀγωνιστικός, ή, όν) [ἀγωνίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αθλητικούς αγώνες ή σε οποιονδήποτε αγώνα 2. ο κατάλληλος για αγώνες αρχ. 1. ο κατάλληλος για αγώνα λόγων, εριστικός 2. (και για λογοτεχνικό ύφος) έντεχνος, λαμπρός,… …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»