Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(ερωτηματικό)

  • 1 ερωτηματικό(ν)

    το грам, вопросительный знак;

    αυτη η γυναίκα είναι ενα μεγάλο ερωτηματικό(ν) — эта женщина — загадка

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ερωτηματικό(ν)

  • 2 ερωτηματικό(ν)

    το грам, вопросительный знак;

    αυτη η γυναίκα είναι ενα μεγάλο ερωτηματικό(ν) — эта женщина — загадка

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ερωτηματικό(ν)

  • 3 ερωτηματικό

    [эротиматико] ουσ. о. вопросительный знак,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ερωτηματικό

  • 4 ερωτηματικό

    [эротиматико] ουσ ο вопросительный знак.

    Эллино-русский словарь > ερωτηματικό

  • 5 знак

    знак м 1) το σημάδι, το σημείο, το σήμα \знаки препинания τα σημεία της στίξης восклицательный \знак το θαυμαστικό вопросительный \знак το ερωτηματικό дорожный \знак το σήμα της τροχαίας условный \знак το σύνθημα 2) η ένδειξη в \знак дружбы σ'ένδειξη φιλίας в \знак протеста σ'ένδειξη διαμαρτηρίας ◇ \знаки отличия воен. τα διακριτικά
    * * *
    м
    1) το σημάδι, το σημείο, το σήμα

    знаки препина́ния — τα σημεία της στίξης

    восклица́тельный знак — το θαυμαστικό

    вопроси́тельный знак — το ερωτηματικό

    доро́жный знак — το σήμα της τροχαίας

    усло́вный знак — το σύνθημα

    2) η ένδειξη

    в знак дру́жбы — σ'ένδειξη φιλίας

    в знак проте́ста — σ'ένδειξη διαμαρτηρίας

    ••

    знаки отли́чия — воен. τα διακριτικά

    Русско-греческий словарь > знак

  • 6 вопросительный

    вопроси́тельн||ый
    прил ἐρωτηματικός:
    \вопросительный взгляд τό ἐρωτηματικό βλέμμα· \вопросительный знак τό ἐρωτηματικό[ν]· \вопросительныйое предложение грам. ἡ ἐρωτηματική πρόταση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > вопросительный

  • 7 вопросительный

    επ.
    ερωτηματικός•

    вопросительный взгляд ερωτηματικό βλέμμα•

    вопросительный знак το ερωτηματικό (σημείο στίξης)•

    -ое предложение ερωτηματική πρόταση (οτη σύνταξη).

    Большой русско-греческий словарь > вопросительный

  • 8 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 9 Знаки препинания

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > Знаки препинания

  • 10 πώς

    1) как?, каким образом?; каким путём?;

    πώς τα περνάτε; — как поживаете?;

    πώς ονομάζεσαι; — как тебя зовут?;

    πώς έτσι; — как так?;

    πώς ήρθες; — как ты приехал?;

    2) почему?;

    πώς όχι; — почему нет?;

    καί πώς δεν ήρθε; — а почему он не пришёл?;

    πώς μιλείς έτσι; — как ты смеешь так говорить?;

    1) как;

    δεν εΰρισκε πώς να τα πεί — он не знал, как это сказать;

    ιδού πώς έχει το πράγμα — вот как обстоит дело;

    2) чтобы, для того, чтобы;

    αγωνίζεται πώς να βγάλει το ψωμί τού σπιτιού — ему стоит большого труда прокормить семью;

    1) как (же), ка- ким же это образом;

    πώς δεν έπεσες! — как это ты не упал!;

    πώς άλλαξε! — как он изменился!;

    πώς τό βαριέμαι! — как мне это надоело!;

    2) как можно;

    πώς να διασκεδάσει ένας άνθρωπος απένταρος! — как можно развлекаться, не имея ни гроша в кармане!;

    3) а как же; конечно, разумеется;
    τό καταλάβατε; πώς; Вы поняли это? — А как же!;

    § αμ πώς! — а) а как же; — б) нет, никак; — нет, ни в коем случае;

    πώς καί πώς — или πώς καί τί — а) всячески, любыми средствами;

    κάνω πώς και πώς — я делаю всё возможное; — б) с нетерпением;

    περιμένω πώς και πώς το Σεπτέμβριο — жду с нетерпением сентября

    πώς2/2
    σύνδ.
    1) что;

    θαρρώ πώς2/2 θα βρέξει — думаю, что будет дождь;

    είπε πώς2/2 θάρθει — он сказал, что придёт;

    2) так как, потому что, из-за того что;

    § κατά πώς2/2 — а) поскольку, коль скоро, раз;

    κατά πώς2/2 έγινε τί να κάνεις — раз это случилось, что поделаешь; — б) как;

    κατά πώς2/2 έμαθα... — как я узнал...;

    κατά πώς2/2 βλέπω... — как я вижу...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πώς

  • 11 query

    ['kwiəri] 1. plural - queries; noun
    1) (a question: In answer to your query about hotel reservations I am sorry to tell you that we have no vacancies.) ερώτημα
    2) (a question mark: You have omitted the query.) ερωτηματικό
    2. verb
    1) (to question (a statement etc): I think the waiter has added up the bill wrongly - you should query it.) αμφισβητώ
    2) (to ask: `What time does the train leave?' she queried.) ρωτώ, διερωτώμαι

    English-Greek dictionary > query

  • 12 question mark

    a mark (?) (used in writing to indicate a question.) ερωτηματικό

    English-Greek dictionary > question mark

  • 13 да

    да 1
    μόριο
    1. βεβαιωτικό• ναι, μάλιστα•

    все здесь? да да όλοι είναι εδώ; да ναί•

    отвечайте: да или нет απαντάτε: ναι ή όχι•

    хочешь чаю? да да θέλεις τσάι; да ναι.

    || πραγματικά, αλήθεια•

    там было хорошо, да, очень хорошо εκεί ήταν καλά, πραγματικά, πολύ καλά.

    2. (ξαφνική ενθύμηση) α ναι•

    я, кажется, все сказал...да! вот еще νομίζω πως τα είπα ολα... α ναι! να ακόμα τι.

    3. (δυσπιστία, αντίρρηση κλπ.) ναι πως, αμ πως•

    я хлопочу чтобы ты скорее отправиться. да да хлопочешь εγώ φροντίζω ν’ αναχωρήσεις το γρηγορότερο. Αμ πως φροντίζεις.

    4. (ερωτηματικό) ναι; αλήθεια;•

    я изменился, да? εγώ άλλαξα, ναι;

    5. (επιτακτικό) δα, ντε, και, λοιπόν•

    кто сказал? да да тот ποιος είπε; Εκείνος δα•

    да что с вами говорить! και τι να πω με σας!•

    куда идти? да да прямо κατά πού νά πάω;-Κατ’ ευθεία δα (ντε)•

    да отправляйтесь вы поскорее αναχωρείτε λοιπόν το γρηγορότερο.

    || (μέσα στην πρόταση και μπροστά από το κατηγορούμενο επιτείνει τη σημασία) να• και.
    6. (επίμονη παράκληση, παρότρυνση) δά•

    да садись, садись, чего ты стоишь! κάθισε δα,κάθισε,τι στέκεσαι ορθός! || (επιτακτικό-προτρεπτικό)• άιντε, έλα•

    да ну, брат, поскорее! άιντε, καημένε, πιο γρήγορα!

    7. (με προστακτική και σημασία υποθετική• και αν (ακόμα)•

    да будь он... κι αν ακόμα αυτός...

    8. (με ρήμα 3ου ενκ. προσ. ενεστώτα και μέλλοντα)• άς, είθε να• ζήτω•

    да здравствует мир во всем мире! ζήτω η ειρήνη σ’ όλο τόν κόσμο!•

    да здравствует дружба меаду народами! ζήτω η φιλία ανάμεσα στους λαούς!

    εκφρ.
    ну да! – (απλ.) αμπώς! (вот) это да! (απλ.) αυτό μάλιστα! (για θαυμασμό, επιδοκιμασία)•
    аи даβλ. ай; ну да (απλ.) βλ. да 1 (1, 3 σημ.).
    да 2
    σύνδ.
    1. συμπ λκ. και•

    он да я αυτός κι εγώ•

    день да ночь μέρα και νύχτα•

    хлеб да соль ψωμί κι αλάτι.

    2. επίτακτ. καί, επί•

    шел я ночью один, да еще лесом βάδιζα τη νύχτα μόνος κι ακόμα (επί πλέον) μέσα στο δάσος.

    3. σύνδ. αντιθετικός• όμως, αλλά, μα•

    я согласен, да только с условием είμαι σύμφωνος, όμως μ’ ένα όρο.

    εκφρ.
    да и... – α) και. β) ξαφνικά, απότομα•
    жил, жил, да помер – έζησε, έζησε και ξαφνικά πέθανε, γ) επί πλέον, και., ακόμα•
    да и говорить-то об этом не стоит – ακόμα και να μιλήσεις γι’ αυτό δεν αξίζει•
    да и только – (καί) μόνο, διαρκώς•
    плачет, да и только – κλαίει και μόνο (συνεχώς)•
    смеется, да и только – γελά ακατάπαυστα.

    Большой русско-греческий словарь > да

  • 14 откуда

    επίρ.
    1. (ερωτηματικό) από πού; πόθεν;•

    откуда родом? από που κατάγεσαι;•

    откуда идшь? από που έρχεσαι;•

    откуда вы это знаете? από που το ξέρετε; από ποιόν; από τι; από που κι ως που!•

    откуда эти ваши? από που κι ως που αυτά είναι δικά σας;

    2. απ όπου•

    он смотрел туда откуда вышли две тмные фигуры αυτός κοίταζε προς τα εκεί, απ όπου βγήκαν δυό σκοτεινές φιγούρες•

    откуда бы она ни пришла απ όπου και αν αυτή ήρθε•

    откуда бы ни было απ όπου θέλω, (δε σε ενδιαφέρει).

    Большой русско-греческий словарь > откуда

  • 15 отчего

    επίρ.
    1. (ερωτηματικό) γιατί; για ποια αιτία; για ποιο λόγο από τι;•

    отчего ты пличешь? από τι κλαις;•

    отчего она хромает? γιατί αυτή κουτσαίνει;

    2. (σύνδεσμος! υποτακτικός)• γιατί•

    я не знаю отчего она плачет δεν ξέρω γιατί αυτή κλαίει.

    Большой русско-греческий словарь > отчего

  • 16 правда

    θ.
    1. αλήθεια•

    он всега говорит -у αυτός πάντοτε λέει την αλήθεια•

    сущая правда πραγματική αλήθεια•

    правда глаза колет παρμ. η αλήθεια είναι πικρή.

    || η σωστότητα (απόψεων κ.τ.τ.). || πραγματικότητα. || βλ. правота.
    2. δίκαιο, δικαιοσύνη•

    искать -у αναζητώ (γυρεύω) την αλήθεια.

    3. παλ. κώδικας, θεσμολόγιο.
    4. ω? κατηγ. είναι αλήθεια, σωστό, δίκαιο.
    5. παρνθ. λ. πραγματικά, αλήθεια. || ερωτηματικό αλήθεια; είναι δυνατόν,• не правда ли? δεν είναι αλήθεια;
    εκφρ.
    всеми -ами и неправдами – με όλα τα μέσα (θεμιτά και αθέμιτα)
    по -е говоря ή -у говоря ή сказать – (παρενθετικό) για να είμαι αληθής•
    по -е – τίμια, σωστά•
    правда-матка – αλήθεια πραγματική•
    - у-матку резать – (απλ.) ανοιχτά, καθαρά, σταράτα ειλικρινά•
    смотреть (глядеть) -е в глаза ή в лицо – αντικρίζω (εκτιμώ) την αλήθεια θαρρετά, ατάραχα, νηφάλια•
    что правда, то правда – η αλήθεια να λέγεται.

    Большой русско-греческий словарь > правда

  • 17 ужли

    μόριο ερωτηματικό• (παλ. κ. απλ.)•
    βλ. неужели.

    Большой русско-греческий словарь > ужли

См. также в других словарях:

  • ερωτηματικός — ή, ό (AM ἐρωτηματικός, ή, όν) [ερώτημα] 1. αυτός που περικλείει ερώτηση, αυτός που αναφέρεται σε ερώτηση («ερωτηματικές προτάσεις», «ερωτηματικές αντωνυμίες», «ερωτηματικά επιρρήματα») 2. αυτός που έχει έκφραση απορίας ή αμηχανίας ή αμφιβολίας… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …   Dictionary of Greek

  • μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • ; — Satzzeichen , –, , ―  . ,  , ,  ; ,  : ,  … ,  ·  ¿, ?, !, ¡, ‽, ؟ „…“, »…« …,   …   Deutsch Wikipedia

  • ? — Satzzeichen , –, , ―  . ,  , ,  ; ,  : ,  … ,  ·  ¿, ?, !, ¡, ‽, ؟ „…“, »…« …,  ’  …   Deutsch Wikipedia

  • Fragezeichen — ? Satzzeichen Punkt ( . ) Komma ( , ) Semikolon ( ; ) Doppelpunkt ( : ) …   Deutsch Wikipedia

  • Semicolon — Satzzeichen , –, , ―  . ,  , ,  ; ,  : ,  … ,  ·  ¿, ?, !, ¡, ‽, ⸮ „…“, »…« …,   …   Deutsch Wikipedia

  • Semikola — Satzzeichen , –, , ―  . ,  , ,  ; ,  : ,  … ,  ·  ¿, ?, !, ¡, ‽, ⸮ „…“, »…« …,   …   Deutsch Wikipedia

  • Semikolon — ; Satzzeichen Punkt ( . ) Komma ( , ) Semikolon ( ; ) Doppelpunkt ( : ) …   Deutsch Wikipedia

  • Semikolons — Satzzeichen , –, , ―  . ,  , ,  ; ,  : ,  … ,  ·  ¿, ?, !, ¡, ‽, ⸮ „…“, »…« …,   …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»