-
1 αγοράζω
[агоразо] р. покупать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγοράζω
-
2 закупать
αγοράζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закупать
-
3 покупать
αγοράζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > покупать
-
4 раскупать
αγοράζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раскупать
-
5 перекупить
ρ.δ.βλ. перекупить.ξαναγοράζομαι αγοράζομαι, για μεταπώληση.ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекупанный, βρ: -пан, -а, -о.1. παραλούζω, βλάπτω με το πολύ το λούσιμο•перекупить ребнка παραλούζω το παιδάκι.
2. λούζω (όλους, πολλούς)•перекупить всех детей λούζω όλα τα παιδιά.
παραλούζομαι• παρακάνω λουτρό, βλάπτομαι•-лся и простудился έκανα πολύ λουτρό και κρυολόγησα.
-уплю, -упишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекупленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. αγοράζω ακριβότερα• ακριβοπληρώνω (για να μην το αγοράσει άλλος).2. αγοράζω από μεταπωλητή αγοράζω για μεταπώληση.3. αγοράζω (όλα, πολλά). -
6 прикупить
ρ.σ.μ.1. αγοράζω συμπληρωματικά, ακόμα.• прикупить полметра на платье αγοράζω μισό μέτρο ακόμα για το φόρεμα.2. (χαρτπ.) αγοράζω•прикупить десятку и даму αγοράζω δεκάρι και ντάμα.
-
7 купить
-плю, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. купленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. αγοράζω, ψωνίζω•купить хлеба αγοράζω ψωμί•
купить билеты в театр αγοράζω εισιτήρια για το θέατρο.
2. εξαγοράζω (πληρώνοντας παίρνω με το μέρος μου).εκφρ.за что -ил, за то и продаю, – ό,τι άκουσα, αυτό και λέω (δεν εγγυώμαι για την εγκυρότητα). -
8 за
за 1) (позади, вне ) από πίσω (или πέρα) από; για за вокзалом πίσω από το σταθμό за рекой πέρα από το ποτάμι за Москвой πέρα (или έξω) από τη Μόσχα бросить что-либо за окно πετώ κάτι από το παράθυρο; идти за кем-л. ακολουθώ κάποιον 2) (возле) σε κοντά, γύρω από сесть за сгол κάθομαι στο τραπέζι 3) (н.а расстоянии) από, σε απόσταση за десять километров до... δέκα χιλιόμετρα από..- 4) (о сроке) πριν, προ за десять дней до... δέκα μέρες πριν από... за десять дней μέσα σε δέκα μέρες 5) (о йене): за наличный расчёт τοις μετρητοίς купить билет за пять рублей αγοράζω εισιτήριο των πέντε ρουβλιών 6) (цель ) για послать за доктором στέλνω να φωνάξουν το γιατρό бороться за мир αγωνίζομαι για την ειρήνη 7) (направление действия): держаться за перила κρατιέμαι από το κιγκλίδωμα приняться за работу αρχίζω τη δουλειά 8): уважать за храб* * *1) (позади, вне) από; πίσω ( или πέρα) από; γιαза вокза́лом — πίσω από το σταθμό
за реко́й — πέρα από το ποτάμι
за Москво́й — πέρα ( или έξω) από τη Μόσχα
бро́сить что́-либо за окно́ — πετώ κάτι από το παράθυρο
идти́ за кем-л. — ακολουθώ κάποιον
2) ( возле) σε; κοντά, γύρω από3) ( на расстоянии) από, σε απόστασηза де́сять киломе́тров до... — δέκα χιλιόμετρα από…
4) ( о сроке) πριν, προза де́сять дней до... — δέκα μέρες πριν από…
за де́сять дней — μέσα σε δέκα μέρες
5) ( о цене)за нали́чный расчёт — τοις μετρητοίς
купи́ть биле́т за пять рубле́й — αγοράζω εισιτήριο των πέντε ρουβλιών
6) ( цель) γιαпосла́ть за до́ктором — στέλνω να φωνάξουν το γιατρό
боро́ться за мир — αγωνίζομαι για την ειρήνη
7) ( направление действия)держа́ться за пери́ла — κρατιέμαι από το κιγκλίδωμα
приня́ться за рабо́ту — αρχίζω τη δουλειά
8)уважа́ть за хра́брость — εκτιμώ για την πάλικαριά
-
9 купить
-
10 покупать
-
11 приобрести
-
12 закупать
закупатьнесов, закупить сов προμηθεύομαι, ψωνίζω/ ἀγοράζω χοντρικά (оптом):\закупать провизию ψωνίζω τρόφιμα· \закупать дрова ἀγοράζω ξύλα (χοντρικά). -
13 мясо
-а ουδ.1. κρέας•варёное мясо βραστό (βρασμένο) κρέας•
жареное мясо ψητό (τηγανιστό ή γιαχνιστό) κρέας•
купить -а αγοράζω κρέας•
пирог с -ом κρεατόπιτα•
куриное мясо κοτίσιο κρέας.
|| βοδινό κρέας•купить -а и свинины αγοράζω βοδινό και χοιρινό κρέας.
2. το ψαχνό, σαρκώδες μέρος του σώματος. || το σαρκώδες μέρος των καρπών και φυτών.εκφρ.пушечное мясо – κρέας για τα κανόνια (για τροφή των κανονιών)•с -ом вырвать ή оторвать – κόβω το κουμπί μαζί με το πανί. -
14 накупить
-уплю, -упишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накупленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.αγοράζω ψωνίζω (πολύ)•она -ла хлеба αυτή αγόρασε πολύ ψωμί•
он -ил ворох книг αυτός αγόρασε ένα σωρό βιβλία.
1. αγοράζω ψωνίζω πολύ.2. έρχομαι σε προστριβές, συμπλέκομαι, έρχομαι στα χέρια. -
15 подкупить
ρ.σ.μ.1. εξαγοράζω•подкупить свидетелей εξαγοράζω μάρτυρες•
подкупить их совесть εξαγοράζω τη συνείδηση τους•
подкупить деньгами εξαγοράζω με χρήματα•
подкупить подарками εξαγοράζω με δώρα, δωροδοκώ.
|| μτφ. αιχμαλωτίζω, θέλγω, γοητεύω, μαγεύω•подкупить своею добротой μαγεύω με την καλοσύνη•
его мягкий голос -ил всех η ήπια φωνή του γοήτευσε όλους.
2. αγοράζω ακόμα λίγο, συμπληρωματικά•подкупить сахару αγοράζω ακόμα λίγο ζάχαρη.
-
16 кредит
фин. η πίστωσηвексельный - χορηγούμενη βάσει τίτλου αντιπροσωπεύοντος περιουσιακό στοιχείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кредит
-
17 лицензия
η άδει/ατο προνόμιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лицензия
-
18 наличные
τοις μετρητοίςτα μετρητάплатеж - ми по получении товара πληρωμή - με την παραλαβή των εμπορευμάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наличные
-
19 партия
1. (определённое количество каких-л. товаров, предметов и т.п.) η παρ-τίδ/α 2. (одна игра) η παρτίδα, το παιγνίδι 3. (политическая организация) το κόμμα 4 муз. η (μουσική) παρτίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > партия
-
20 подкупить
1. (склонить на свою сторону деньгами, подарками и т.п.) εξαγοράζω 2. (прикупить) αγοράζω συμπληρωματικά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подкупить
См. также в других словарях:
ἀγοράζω — frequent the pres subj act 1st sg ἀγοράζω frequent the pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγοράζω — αγοράζω, αγόρασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αγοράζω — (Α ἀγοράζω) αποκτώ, προμηθεύομαι κάτι έναντι χρημάτων, ψωνίζω νεοελλ. 1. προσπαθώ να εκμαιεύσω τις βαθύτερες σκέψεις, τις προθέσεις ή τους σκοπούς κάποιου, «τού παίρνω λόγια» 2. παθ. αγοράζομαι δωροδοκούμαι 3. (παθ. μτχ.) αγορασμένος, η, ο αυτός… … Dictionary of Greek
αγοράζω — αγόρασα, αγοράστηκα, αγορασμένος 1. προμηθεύομαι κάτι με χρήματα, ψωνίζω. 2. διαφθείρω με το χρήμα: Αυτόν δεν τον λογάριαζε, γιατί ήξερε πως ήταν αγορασμένος – συνηθισμ. φρ.: Μας πουλά και μας αγοράζει (είναι πιο έξυπνος από μας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγοράζῃ — ἀγοράζω frequent the pres subj mp 2nd sg ἀγοράζω frequent the pres ind mp 2nd sg ἀγοράζω frequent the pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοράσατε — ἀγοράζω frequent the aor imperat act 2nd pl ἀ̱γοράσατε , ἀγοράζω frequent the aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀγοράζω frequent the aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοράσουσι — ἀγοράζω frequent the aor subj act 3rd pl (epic) ἀγοράζω frequent the fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀγοράζω frequent the fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοράσουσιν — ἀγοράζω frequent the aor subj act 3rd pl (epic) ἀγοράζω frequent the fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀγοράζω frequent the fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠγορασμένα — ἀγοράζω frequent the perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠγορασμένᾱ , ἀγοράζω frequent the perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) ἠγορασμένᾱ , ἀγοράζω frequent the perf part mp fem nom/voc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοραζομένων — ἀγοράζω frequent the pres part mp fem gen pl ἀγοράζω frequent the pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοραζόμενον — ἀγοράζω frequent the pres part mp masc acc sg ἀγοράζω frequent the pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)