-
1 ψωνίζω
[псониэо] ρ. покупать, делать покупки.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψωνίζω
-
2 закупать
-
3 покупать
-
4 покупка
покупка ж 1) η αγορά* το ψώνισμα 2) (купленная вещь) το ψώνιο, το ψώνι· делать \покупкаи ψωνίζω, κάνω ψώνια* * *ж1) η αγορά; το ψώνισμα2) ( купленная вещь) το ψώνιο, το ψώνιде́лать поку́пки — ψωνίζω, κάνω ψώνια
-
5 приобрести
-
6 закупать
закупатьнесов, закупить сов προμηθεύομαι, ψωνίζω/ ἀγοράζω χοντρικά (оптом):\закупать провизию ψωνίζω τρόφιμα· \закупать дрова ἀγοράζω ξύλα (χοντρικά). -
7 забирать
-
8 накупить
-уплю, -упишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накупленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.αγοράζω ψωνίζω (πολύ)•она -ла хлеба αυτή αγόρασε πολύ ψωμί•
он -ил ворох книг αυτός αγόρασε ένα σωρό βιβλία.
1. αγοράζω ψωνίζω πολύ.2. έρχομαι σε προστριβές, συμπλέκομαι, έρχομαι στα χέρια. -
9 делать
дела||тьнесов1. (действовать) κά(μ)-νω, ἐνεργῶ, πράττω:что нам \делать? τί νά κάνουμε;· не говорить надо, а \делать δέν χρειάζονται λόγια, χρειάζονται ἔργα· \делать по-своему κά(μ)νω ὀπως θέλω·2. (производить) κά(μ)νω, ποιῶ, κατασκευάζω, φτιάνω·3. (εοβ«ρωα/ηί>)κά(μ)νω:\делать попытку κά(μ)νω ἀπόπειρα, ἀποπειρωμαι· \делать поку́пки κά(μ)νω ψώνια, ψωνίζω· \делать ошибки κά(μ)νω λάθη· \делать доклад κά(μ)νω είσ-ήγηση· \делать объявление βγάζω ἀνακοίνωση, κά(μ)νω ἀγγελία· ◊ \делать вывод βγάζω τό συμπέρασμα, συμπεραίνω· \делать вид, что... κά(μ)νω πώς..., προσποιούμαι ὅτι...·\делать возможным καθιστώ δυνατό· нечего \делать δέν γίνεται τίποτε· от нечего \делать γιά νά περνάει ἡ ὠρα·\делать счастливым кого́-л. κά(μ)-νω (или καθιστώ) εὐτυχή· \делать честь кому-л. τιμάω, περιποιῶ τιμήν \делать пятьдесят километров в час διανύω πενήντα χιλιόμετρα τήν ὠρα· \делать крюк κά(μ)νω γϋρο, κά(μ)νω κύκλο· \делать выбор διαλέγω, κά(μ)νω ἐκλογή· \делать выговор τιμωρώ μέ μομφή· что \делать! τί νά κά(μ)νω!, τί νά κάνουμε!. -
10 покупать
покупать Iнесов ἀγοράζω, προμηθεύομαι, ψωνίζω.покупать IIсов разг см. купать. -
11 покупка
поку́п||каж ἡ ἀγορά, τό ἀγόρασμα, τό ψώνισμα:делать \покупкаки κάνω ψώνια, ψωνίζω. -
12 помешаться
помешатьсясов1. παραφρονώ, χάνω τό λογικό μου·2. перен (на чем-л.) τήν ψωνίζω..., ξετρελλαίνομαι μέ κάτι. -
13 приобрести
приобрестисов, приобретать несов1. ἀποκτώ, ἀποχτώ / ἀγοράζω, ψωνίζω (покупать):\приобрести ио́вую кни́гу ἀποκτώ καινούργιο βιβλίο· \приобрести друзей ἀποκτώ φίλους, κάνω φίλους·2. (получать) ἀποκτώ, παίρνω, λαμβάνω:\приобрести знания ἀποκτβ γνώσεις· \приобрести новое значение παίρνω νέα σημασία· \приобрести здоровый вид ἀποκτώ ὑγειή ὅψη. -
14 свихнуться
свихну́||тьсясов разг1. (помешать-ся) / ψωνίζω:он \свихнутьсялся τοῦστριψε·2. (сбиться с правильного пути) παρα-στρατίζω> παραστρατώ. -
15 тронуться
трону||ться1. см. трогаться·2. (помешаться) разг μοῦ στρίβει, τήν ψωνίζω, τρελλαἰνομαι:он слегка́ \тронутьсялея τοῦ ἔχει στρίψει λιγάκι·3. (попортиться) ἀρχίζω νά χαλνώ:\тронутьсяться плесенью ἀρχίζω νά μουχλιάζω. -
16 делать
ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.деланный, βρ: -лан, -а, -о.1. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω•делать мебель φτιάχνω έπιπλο.
|| δημιουργώ.2. ασχολούμαι, διεξάγω•делать опыты κάνω πειράματα.
|| κάνω•делать выбор κάνω εκλογή, εκλέγω•
делать уроки κάνω τα μαθήματα•
делать ошибку κάνω (διαπράττω) λάθος•
делать предложение κάνω πρόταση, προτείνω•
делать попытку κάνω απόπειρα, αποπειρώμαι• κάνω προσπάθεια•
делать подарок κάνω δώρο, δωρίζω•
делать покупки κάνω τα ψώνια, ψωνίζω•
делать различия κάνω διακρίσεις•
делать прогулку κάνω περίπατο•
делать глупости κάνω (διαπράττω) ανοησίες.
|| επιβάλλω•делать выговор επιβάλλω ποινή.
|| εκτελώ•делать сто оборотов в минуту κάνω εκατό στροφές στο λεπτό.
3. συμπεριφέρομαι, ενεργώ•делать все по своему κάνω πάντα από κεφαλιού μου, όπως μου αρέοει.
|| παρέχω προξενώ•делать добро κάνω καλό•
делать одолжение δανείζω.
εκφρ.это -ет вам честь – αυτό σας τιμά•что с ним -? – τι να κάνεις μ’ αυτόν;•нечего делать – δεν έχω τι να κάνω•делать всеобщим – γενικεύω•делать на скорую руку – κάνω (διεκπεραινω) στα γρήγορα•делать мину (ή лицо, физиономию) – κάνω μορφασμό, μορφάζω" делать упреки μέμφομαι, κακίζω, ψέγω•делать под себя – τα κάνω ή κατουριέμαι στο κρεβάτι•от нечего делать – μη έχοντας τι να κάνω.1. γίνομαι, καθίσταμαι•злым γίνομαι κακός (ή αγριεύω)•
погода -ется хуже и хуже ο καιρός όλο και -χειροτερεύει•
-ется темно σκοτεινιάζει•
делать скупым γίνομαι τσιγγούνης•
он -ется смешным αυτός γίνεται γελοίος (γελοιοποιείται).
2. συμβαίνω•что у вас -ется дома? τι συμβαίνει (τι γίνεται) στο σπίτι σας;•
что с ним -ется? τι του συμβαίνει;•
как это -ется? πως συμβαίνει (γίνεται) αυτό;•
с ним иногда -ются обморки συμβαίνει κάποτε αυτός να λιποθυμά•
там -ются странные вещи εκεί συμβαίνουν παράξενα πράγματα•
ему -ется дурно от этого питья αυτός γίνεται χάλια απ’ αυτό το πιοτό.
|| αναφύομαι, αναπτύσσομαι, βγαίνω•у него -ется нарыв на ноге στο πόδι του βγαίνει σπυρί.
3. σχηματίζομαι, δημιουργούμαι•на стене -ются трещины ο τοίχος σχηματίζει ρωγμές (ραγίζεται, σκάζει).
4. κατασκευάζομαι, φτιάχνομαι. || συμπεριφέρομαι•-итесь с ним, как знаете συμπεριφερθήτε του, όπως ξέρετε.
εκφρ.что ему (тебе, мне – κ.τ.τ.) -ется τι μπορεί να του συμβαίνει. -
17 купить
-плю, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. купленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. αγοράζω, ψωνίζω•купить хлеба αγοράζω ψωμί•
купить билеты в театр αγοράζω εισιτήρια για το θέατρο.
2. εξαγοράζω (πληρώνοντας παίρνω με το μέρος μου).εκφρ.за что -ил, за то и продаю, – ό,τι άκουσα, αυτό και λέω (δεν εγγυώμαι για την εγκυρότητα). -
18 покупать
См. также в других словарях:
ψωνίζω — ψωνίζω, ψώνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ψωνίζω — και ψουνίζω Ν 1. αγοράζω τρόφιμα ή διάφορα άλλα είδη («ψώνισα φρούτα από τη λαϊκή») 2. μτφ. παίρνω μαζί μου γυναίκα τού δρόμου για να διασκεδάσω 3. φρ. α) «τήν ψωνίζω» τρελαίνομαι β) «ψωνίζω από σβέρκο» βλ. σβέρκος γ) «πού τόν ψώνισες αυτόν;»… … Dictionary of Greek
ψωνίζω — ψώνισα, ψωνίστηκα, ψωνισμένος 1. αγοράζω, κάνω ψώνια: Αυτή ψωνίζει από το κατάστημά μου. 2. φρ., «Πού την ψώνισες;», πού τη βρήκες; «Την ψώνισε», τρελάθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψώνισμα — και ψούνισμα, το, Ν [ψωνίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψωνίζω … Dictionary of Greek
Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen … Deutsch Wikipedia
αγοράζω — (Α ἀγοράζω) αποκτώ, προμηθεύομαι κάτι έναντι χρημάτων, ψωνίζω νεοελλ. 1. προσπαθώ να εκμαιεύσω τις βαθύτερες σκέψεις, τις προθέσεις ή τους σκοπούς κάποιου, «τού παίρνω λόγια» 2. παθ. αγοράζομαι δωροδοκούμαι 3. (παθ. μτχ.) αγορασμένος, η, ο αυτός… … Dictionary of Greek
αντωνυμία — Κλιτό μέρος του λόγου, που η κλασική γραμματική (Διονύσιος ο Θραξ) ερμήνευε και όριζε ως τη λέξη που αντικαθιστά ένα όνομα. Στην πραγματικότητα, όμως, o ρόλος της α. είναι ευρύτερος και θα μπορούσε να οριστεί ως η λέξη που δηλώνει, χωρίς να τα… … Dictionary of Greek
καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… … Dictionary of Greek
καλοψωνιστής — και καλοψουνιστής, ο (Μ καλοψωνιστής) αυτός που ξέρει να ψωνίζει καλά, να κάνει καλά, εκλεκτά ψώνια νεοελλ. αυτός που αγοράζει και ψωνίζει συνεχώς ή πολλά πράγματα από κάποιο κατάστημα, καλός και συχνός πελάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ψωνιστής… … Dictionary of Greek
οψωνώ — ὀψωνῶ, έω (Α) [οψώνης] 1. αγοράζω τα αναγκαία προσφάγια, ιδίως ψάρια 2. (γενικά) προμηθεύομαι τρόφιμα, ψωνίζω … Dictionary of Greek
υπεροψωνώ — έω, Α προσφέρω μεγαλύτερη τιμή στην αγορά τών τροφίμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὀψωνῶ «αγοράζω, ψωνίζω»] … Dictionary of Greek