-
1 κέλῡφος
κέλῡφοςGrammatical information: n.Meaning: `fruit-, onion-, eggshell etc., cover' (Ar. V. 545 [lyr.], Arist., Thphr., AP).Derivatives: κελύφιον (Arist.), κελύφανον `id.' (Lyc., Luc.) with κελυφανώδης `shell-like' (Thphr.); also κολύφανον φλοιός, λεπύριον H. (- ο- after κολεός a. o. (?), cf. Grošelj Razprave 2, 43).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: On the neutral gender, which is rare in φ-derivations, cf. the synonymous σκῦτος, νάκος, δέρος a. o. As "envelop" κέλυφος has been connected with the group of καλύπτω. We saw that this verb is Pre-Greek, and the same is true of our word (note - υφ-). Cf. on κολέος. - Wrong Sütterlin IF 25, 67, Pisani Jb. f. kleinas. Forsch. 3, 150.Page in Frisk: 1,818Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κέλῡφος
-
2 σέρῑφος
σέρῑφοςSee also: s. σέρφοςGreek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σέρῑφος
-
3 ἔλαφος
A deer, Cervus elaphus, whether male, hart or stag, Il.3.24, etc.; or female, hind, 11.113, etc.; κεραός, ὑψίκερως, ib. 475, Od.10.158;κεροῦσσα S.Fr.89
;ἔ. βαλιαί E.Hipp. 218
(anap.);ἔ. ἀντὶ παρθένου Lib.Ep.785.1
; κραδίην ἐλάφοιο [ ἔχων] with heart of deer. i.e. a coward, Il.1.225;φυζακινῇς ἐλάφοισιν ἐοίκεσαν 13.102
, cf. Pl.La. 196e. (Fem. as a generic term, in Trag. and X.Cyn.9.11, 10.22, cf.αἱ ἔ. τὰ κέρατα ἀποβάλλουσιν Arist.HA 611a27
.)II κέρας ἐλάφου hartshorn, Gp.13.8.2. -
4 κολεόν
Grammatical information: n.Compounds: Also in compp., e. g. κολεό-πτερος `sheath-winged (of beetles)' (Arist.), σιδηρο-κόλεος `with iron sheath' (pap. IIIa).Derivatives: Denomin. κολεάζοντες ὠθοῦντες εἰς κολεόν, περαίνοντες H. (sens. obsc., thus Ath. Mitt. 59, 66; Syrus Va) with κολεασμός τὸ περαίνεσθαι H. Agreeing with εἰλεός a. o. in ending, κολεόν, - ός may stand for *κολεϜ-όν and be in connection with καλύ-πτω, κέλυ-φος (s. vv.; Bechtel Lex. s. v.). Whether also κόλυθροι pl. `testicle' (Arist.) with Bq belongs here, remains uncertain ( κόλυθρον, - τρον also `with ripe figs' [Ath. 3, 76f.]; cf. also σκόλυθρον). -Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Agreeing with εἰλεός a. o. in ending, κολεόν, - ός may stand for *κολεϜ-όν and be in connection with καλύ-πτω, κέλυ-φος (s. vv.; Bechtel Lex. s. v.). Whether also κόλυθροι pl. `testicle' (Arist.) with Bq belongs here, remains uncertain ( κόλυθρον, - τρον also `with ripe figs' [Ath. 3, 76f.]; cf. also σκόλυθρον). - After Meillet BSL 30, 115 A. 1 κολεόν comes, like Lat. culleus `leather sack' from a Mediterranaean language (with cōleus, culiō `scrotum' as Etruscan forms); cf. W.-Hofmann s. v. So prob. Pre-Greek.Page in Frisk: 1,897-898Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κολεόν
-
5 κύπτω
Grammatical information: v.Meaning: `bend forward, stoop, (run) with the head down' (IA).Derivatives: ἐπί-, κατά-, παρά-, πρό-κυψις `stoopng' (medic., hell.); συγκύπ-ται pl. `rafters, sloping beams' (Ath. Mech.), παρακυπτ-ικός `looking inside, inspect inquisitively' ( Cod. Iust.). Adv. κύβ-δα `bent forward' (Archil., com.). Enlarged present κυπτάζω `keep stooping, go poking about' (com.). - Besides κῡφός `bent forwards, hunchbacked' (β 16) with several derivv.: κύφων, - ωνος m. `bent yoke of the plough, pillory, who has had is neck in a pillory, curved beam etc.' (Thgn., Archil., com. etc.) with κυφώνιον kind of salve (Alex. Trall.), - ισμός `punishment by the κ,' (sch.); κυφότης `being bent' (Hld.), κῦφος n. `hump, hunch' (Hdn.; Schwyzer 512). Denomin. κυφόομαι `be bent, humpbacked' with κύφωσις `being humpbacked', - ωμα `hump' (medic.); as backformation (to κυφός or κέκυφα?) κύφω in κύφοντα ὀφθαλμοῖς `with downcast eyes' (LXX). - With factitive meaning κυπόω `overthrow', only ( ἀνα-) κυπώσας (Lyc., Nic.); after τύπτω (: τύπος): τυπόω?Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: As κῡφός is in Greek isolated in its formation, it may be original as against the regular κύπτω (with old perfect κέκῡφα?). κυφός has been compared with Skt. kubhrá- m. `humpbacked bull', kubjá- `humpbacked, curved', for which recently mundide origin has been claimed; a reduplicated formation is found in Skt. kakúbh- f. `top, summit, hump'. Directe comparison of κῦφος n. with Av. kaōfa- m. `mountain, camel-hump' (Brandenstein Μνήμης χάριν 1, 53) is deceptive, as κῦφος was built in Greek to κυφός. Of words with final -p- may be mentioned Lith. kuprà, OHG hovar `hump'. Uncertain is the relation to diverse glosses as κύφερον η κυφήν κεφαλήν. Κρῆτες H. (cf. Bechtel Dial. 2, 789) [prob.not here; see 2. κύμβη], also words for `pot, jar' as Skt. kumbhá-, Av. xumba- m. (cf. Sturtevant Lang. 17, 10). Cf. further on κύπελλον, 1. κύμβη, κύβος, κυψέλη. The variation κυφ- κυπ- rather points to a Pre-Greek word; there is no good IE comparandum.Page in Frisk: 2,52-53Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κύπτω
-
6 άτυφος
-
7 ἄτυφος
-
8 ερριφός
-
9 ἐρριφός
-
10 κατακεκυφός
κατακεκῡφός, κατακύπτωbend down: perf part act neut nom /voc /acc sgκατακύπτωbend down: perf part act neut nom /voc /acc sg -
11 κεκυφός
κεκῡφός, κύπτωbend forward: perf part act neut nom /voc /acc sgκύπτωbend forward: perf part act neut nom /voc /acc sg -
12 κυφός
κῡφός, κυφόςbent forwards: masc nom sg -
13 κέλυφος
κέλῡφος, κέλυφοςsheath: neut nom /voc /acc sg -
14 μισότυφος
μῑσότῡφος, μισότυφοςhating humbug: masc /fem nom sg -
15 συγκεκυφός
συγκεκῡφός, συγκύπτωbend forwards: perf part act neut nom /voc /acc sgσυγκύπτωbend forwards: perf part act neut nom /voc /acc sg -
16 συντετριφός
συντετρῑφός, συντρίβωrub together: perf part act neut nom /voc /acc sg -
17 υπόκυφος
-
18 ὑπόκυφος
-
19 υπότυφος
-
20 ὑπότυφος
См. также в других словарях:
Φος, Φερδινάνδος — (Foch, 1851 – 1929). Γάλλος στρατάρχης. Σπούδασε στην Πολυτεχνική Σχολή του Παρισιού και το 1873 κατατάχθηκε στο στρατό ως ανθυπολοχαγός του πυροβολικού. Αργότερα δίδαξε στρατιωτική τακτική στην Ανώτατη Σχολή Πολέμου, της οποίας έγινε διοικητής… … Dictionary of Greek
κίδαφος — και κίνδαφος, άφη, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. δόλιος, πανούργος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κιδάφη ή κινδάφη η αλεπού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η κατάλ. φος είναι χαρακτηριστική ονομασιών ζώων (πρβλ. έλα φος, κόσσυ φος). Ίσως να αποτέλεσε το πρότυπο… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
κόψιχος — κόψιχος, ὁ (Α) 1. ο κότσυφας 2. είδος θαλάσσιου ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kops(o) , η οποία προήλθε πιθ. από ηχομίμηση. Συνδέεται με το αρχ. σλαβ. kosu «κοτσύφι» (< *kopso ) και εμφανίζει κατάλ. ι χος (πρβλ. μείλ ι χος). Ο τ.… … Dictionary of Greek
КАЛКУЛ — • Calculus, ψη̃φος, собственно камешек, как на игорной, так и на счетной доске, а потому часто употребляется в значении счетной доски и самого счета. При голосовании белый камешек оправдывал, а черный осуждал, почему это выражение… … Реальный словарь классических древностей
κρόταφος — Η πλάγια πλευρά της κεφαλής, που περικλείεται από το μάτι και το αφτί. Βρίσκεται πάνω από το ζυγωματικό τόξο και αντιστοιχεί με το λεπιδοειδές μέρος του κροταφικού οστού και τον κροταφίτη μυ, που βρίσκεται πάνω του. κροταφική αρτηρίτιδα.… … Dictionary of Greek
κόλαφος — ο (AM κόλαφος) ράπισμα, χτύπημα στο πρόσωπο νεοελλ. βαριά προσβολή, εξύβριση («το άρθρο τής εφημερίδας ήταν κόλαφος για τον υπουργό»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. τού ρ. κολάπτω με εκφραστικό δασύ ( φ ). Κατ άλλους, η λ.… … Dictionary of Greek
σκέραφος — και σχέραφος Α (κατά τον Ησύχ.) «λοιδορία, βλασφημία». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. σκερβόλλω «σκώπτω» και εμφανίζει πιθ. υποκορ. επίθημα α φος, πρβλ. κρότ α φος. Παρλλ. απαντά και τ. κέραφος χωρίς αρκτικό σ (βλ. και λ. σκερβόλλω)] … Dictionary of Greek
στέριφος — (I) ίφη, ον, Α 1. στερεός, σταθερός, ασφαλής 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ στέριφος η στείρα πλοίου 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ στέριφον α) η ρίζα βράχου β) έδαφος τραχύ και πετρώδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ., ιδιόμορφου σχηματισμού, το οποίο ανάγεται στο θ. στερ τού… … Dictionary of Greek
συφεός — και επικ. τ. συφειός, ὁ, Α χοιροστάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συ φ εός έχει σχηματιστεί < σῦς «χοίρος, κάπρος» + επίθημα εός (πρβλ. θηρ εός, κολ εός). Δυσερμήνευτο, ωστόσο, παραμένει το φ τού τ. Αν δεχθούμε ότι η λ. εμφανίζει επίθημα φεός, προκύπτουν… … Dictionary of Greek
Βεϊγκάν, Μαξίμ — (Maxime Weygand, Βρυξέλλες 1867 – Πα ρίσι 1965). Γάλλος στρατηγός. Φοίτησε στη στρατιωτική σχολή του Σεν Σιρ και το 1914 διορίστηκε, με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη, αρχηγός του γενικού επιτελείου του στρατάρχη Φος, με τον οποίο συνεργάστηκε… … Dictionary of Greek