Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κουλ-

См. также в других словарях:

  • κουλ(λ)ουριαστός — ή, ό [κουλ(λ)ουριάζω] κουλουριασμένος, συσπειρωμένος. Επιρρ. κουλ(λ)ουριαστά σαν κουλούρα, με σχήμα κυκλικό, με συσπείρωση …   Dictionary of Greek

  • κουλ(λ)ουριτζής — και κουλ(λ)ουρτζής, ο κουλουράς, κουλουροπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουλ(λ)ούρι + κατάλ. τζής] …   Dictionary of Greek

  • κουλ(λ)ουράδικο — το [κουλ(λ)ουράς] εργαστήριο στο οποίο κατασκευάζονται ή κατάστημα στο οποίο πωλούνται κουλλούρια …   Dictionary of Greek

  • κουλ(λ)ουράς — ο [κουλ(λ)ούρι] αυτός που παρασκευάζει ή πουλάει κουλούρια …   Dictionary of Greek

  • κουλ(λ)ουριάζω — (Μ κουλλουριάζω) [κουλ(λ)ούρα)] δίνω σε κάτι σχήμα κυκλικό, συστρέφω νεοελλ. 1. συσπειρώνω, τυλίγω, περιελίσσω σπειροειδώς, μαζεύω κάτι (α. «κουλούριασα το σύρμα» β. «το φίδι κουλουριάστηκε γύρω από το σώμα της») 2. (ενεργ. και μεσ.) μαζεύομαι… …   Dictionary of Greek

  • κουλ(λ)ουρτζής — ο βλ. κουλ(λ)ουριτζής …   Dictionary of Greek

  • κουλ(λ)ούριασμα — το [κουλ(λ)ουριάζω] συσπείρωση, σπειροειδές τύλιγμα, μάζεμα, συστροφή …   Dictionary of Greek

  • κουλ(λ)ουράκι — το μικρό κουλούρι …   Dictionary of Greek

  • κουλ(λ)ουροπώλης — ο αυτός που πουλά κουλούρια, κουλουράς …   Dictionary of Greek

  • Ισίκ-Κουλ — (Ysyk Köl). Λίμνη (6.236 τ. χλμ.) της κεντρικής Ασίας, ΒΑ της Δημοκρατίας της Κιργισίας, επάνω στα όρη Τιάν. Είναι μία από τις μεγαλύτερες ορεινές λίμνες του κόσμου και βρίσκεται σε υψόμετρο 1.607 μ. Έχει μήκος 178 χλμ., μέγιστο πλάτος 60 χλμ.… …   Dictionary of Greek

  • Μάλιγκαν, Τζέρι — (Gerald Joseph «Gerry» Mulligan, Νέα Υόρκη, 1927 – Κονέκτικατ 1996). Αμερικανός σαξοφωνίστας της τζαζ, συνθέτης και διασκευαστής. Μεγάλωσε στη Φιλαδέλφεια. Αρχικά έπαιζε πιάνο, πριν ασχοληθεί με το σαξόφωνο, πρώτα το άλτο και μετά το βαρύτονο. Το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»