-
1 κολεόν
Grammatical information: n.Compounds: Also in compp., e. g. κολεό-πτερος `sheath-winged (of beetles)' (Arist.), σιδηρο-κόλεος `with iron sheath' (pap. IIIa).Derivatives: Denomin. κολεάζοντες ὠθοῦντες εἰς κολεόν, περαίνοντες H. (sens. obsc., thus Ath. Mitt. 59, 66; Syrus Va) with κολεασμός τὸ περαίνεσθαι H. Agreeing with εἰλεός a. o. in ending, κολεόν, - ός may stand for *κολεϜ-όν and be in connection with καλύ-πτω, κέλυ-φος (s. vv.; Bechtel Lex. s. v.). Whether also κόλυθροι pl. `testicle' (Arist.) with Bq belongs here, remains uncertain ( κόλυθρον, - τρον also `with ripe figs' [Ath. 3, 76f.]; cf. also σκόλυθρον). -Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Agreeing with εἰλεός a. o. in ending, κολεόν, - ός may stand for *κολεϜ-όν and be in connection with καλύ-πτω, κέλυ-φος (s. vv.; Bechtel Lex. s. v.). Whether also κόλυθροι pl. `testicle' (Arist.) with Bq belongs here, remains uncertain ( κόλυθρον, - τρον also `with ripe figs' [Ath. 3, 76f.]; cf. also σκόλυθρον). - After Meillet BSL 30, 115 A. 1 κολεόν comes, like Lat. culleus `leather sack' from a Mediterranaean language (with cōleus, culiō `scrotum' as Etruscan forms); cf. W.-Hofmann s. v. So prob. Pre-Greek.Page in Frisk: 1,897-898Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κολεόν
См. также в других словарях:
κουλ(λ)ουριαστός — ή, ό [κουλ(λ)ουριάζω] κουλουριασμένος, συσπειρωμένος. Επιρρ. κουλ(λ)ουριαστά σαν κουλούρα, με σχήμα κυκλικό, με συσπείρωση … Dictionary of Greek
κουλ(λ)ουριτζής — και κουλ(λ)ουρτζής, ο κουλουράς, κουλουροπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουλ(λ)ούρι + κατάλ. τζής] … Dictionary of Greek
κουλ(λ)ουράδικο — το [κουλ(λ)ουράς] εργαστήριο στο οποίο κατασκευάζονται ή κατάστημα στο οποίο πωλούνται κουλλούρια … Dictionary of Greek
κουλ(λ)ουράς — ο [κουλ(λ)ούρι] αυτός που παρασκευάζει ή πουλάει κουλούρια … Dictionary of Greek
κουλ(λ)ουριάζω — (Μ κουλλουριάζω) [κουλ(λ)ούρα)] δίνω σε κάτι σχήμα κυκλικό, συστρέφω νεοελλ. 1. συσπειρώνω, τυλίγω, περιελίσσω σπειροειδώς, μαζεύω κάτι (α. «κουλούριασα το σύρμα» β. «το φίδι κουλουριάστηκε γύρω από το σώμα της») 2. (ενεργ. και μεσ.) μαζεύομαι… … Dictionary of Greek
κουλ(λ)ουρτζής — ο βλ. κουλ(λ)ουριτζής … Dictionary of Greek
κουλ(λ)ούριασμα — το [κουλ(λ)ουριάζω] συσπείρωση, σπειροειδές τύλιγμα, μάζεμα, συστροφή … Dictionary of Greek
κουλ(λ)ουράκι — το μικρό κουλούρι … Dictionary of Greek
κουλ(λ)ουροπώλης — ο αυτός που πουλά κουλούρια, κουλουράς … Dictionary of Greek
Ισίκ-Κουλ — (Ysyk Köl). Λίμνη (6.236 τ. χλμ.) της κεντρικής Ασίας, ΒΑ της Δημοκρατίας της Κιργισίας, επάνω στα όρη Τιάν. Είναι μία από τις μεγαλύτερες ορεινές λίμνες του κόσμου και βρίσκεται σε υψόμετρο 1.607 μ. Έχει μήκος 178 χλμ., μέγιστο πλάτος 60 χλμ.… … Dictionary of Greek
Μάλιγκαν, Τζέρι — (Gerald Joseph «Gerry» Mulligan, Νέα Υόρκη, 1927 – Κονέκτικατ 1996). Αμερικανός σαξοφωνίστας της τζαζ, συνθέτης και διασκευαστής. Μεγάλωσε στη Φιλαδέλφεια. Αρχικά έπαιζε πιάνο, πριν ασχοληθεί με το σαξόφωνο, πρώτα το άλτο και μετά το βαρύτονο. Το … Dictionary of Greek