Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ίτων

См. также в других словарях:

  • Ἴτων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ίτων — Αρχαία πόλη της Φθιώτιδας, στους πρόποδες του βουνού Όθρυς. Ήταν χτισμένη μεταξύ του Ενιπέα ποταμού, του σημερινού Τσαναρλή, και του Παγασητικού κόλπου. Πλούσια πόλη με εύφορη γύρω περιοχή, ονομάζεται από τον Όμηρο «μήτηρ μήλων» (Ιλιάδα, B’ 697) …   Dictionary of Greek

  • ἴτων — εἶμι ibo pres imperat act 3rd dual ἴτον mushroom neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰτώνων — Ἴτων masc gen pl Ἴτωνος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴτωνα — Ἴτων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴτωνος — Ἴτων masc gen sg Ἴτωνος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιτωνία — Επίθετο της θεάς Αθηνάς, που προήλθε από τον ναό της στην πόλη Ίτων. Αναφέρεται και ως Ιτωναία ή Ιτωνίς. Η λατρεία της I. Αθηνάς είχε διαδοθεί σε όλη τη Θεσσαλία και μάλιστα είχαν καθιερωθεί και γιορτές, τα επονομαζόμενα Ιτώνια. Με το ίδιο όνομα… …   Dictionary of Greek

  • Phradmon — [Sometimes corrupted as Phragmon ] (Gr. polytonic|Φράδμων) was a statuary from Agros,Citation last = Smith first = Philip author link = contribution = Phradmon editor last = Smith editor first = William title = Dictionary of Greek and Roman… …   Wikipedia

  • Itónvs — ITÓNVS, i, Gr. Ἴτωνος, ου, (⇒ Tab. XXVIII.) Amphiktyons Sohn, welcher mit der Melanippe, einer Nymphe, den Böotus zeugete, von dem die Böotier hernach den Namen bekommen haben. Pausan. Bœot. c. 1. p. 543. Er selbst gab der Stadt Iton in… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Ιτώνια — Επίθετο της θεάς Αθηνάς, που προήλθε από τον ναό της στην πόλη Ίτων. Αναφέρεται και ως Ιτωναία ή Ιτωνίς. Η λατρεία της I. Αθηνάς είχε διαδοθεί σε όλη τη Θεσσαλία και μάλιστα είχαν καθιερωθεί και γιορτές, τα επονομαζόμενα Ιτώνια. Με το ίδιο όνομα… …   Dictionary of Greek

  • Ιτώνιος — Ἰτώνιος, ὁ (Α) [Ίτων] (ενν. μην) ονομασία μήνα στη Θεσσαλία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»