Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τήλιστος

См. также в других словарях:

  • τήλιστος — ίστη, ον, Α πάρα πολύ μακρινός, απώτατος. επίρρ... τήλιστα Α πολύ μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τήλιστα < τῆλε, κατά το ἄγχ ιστα, ενώ, το επίθ. τήλιστος σχηματίστηκε από το επίρρ.] …   Dictionary of Greek

  • τηλίστων — τήλιστος farthest fem gen pl τήλιστος farthest masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλίστους — τήλιστος farthest masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τήλιστα — τήλιστος farthest neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»