Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

έχει+καρδιά

  • 21 μέσα

    μες (μεσ' перед σ) 1. επίρρ.
    1) внутрь; внутри;

    πολύ μέσα — в глубине;

    είναι μέσα ο πατέρας σου; — отец дома?;

    τώχω μεσ' στο συρτάρι το βιβλίο книга в ящике стола;

    περάστε μέσα, παρακαλώ — входите, прошу вас;

    έλα (ελατέ) μέσα — войди (входите);

    2):

    από μέσα — или μέσα από — а) изнутри, из;

    ο λαγός πετάχτηκε μέσα από τούς θάμνους — заяц выскочил из кустов; — б) под, внутри;

    μέσα από το πουκάμισο φορώ φανέλλα — под рубашкой я ношу майку; — в) сквозь, через;

    πέρασε μέσα από το δάσος — он прошёл через лес;

    3) в (самый) разгар;
    ήρθε μεσ' στο μεσημέρι он пришёл в самый полдень; μεσ' στη ζέστη в самую жару; μεσ' στην καρδιά τού χειμώνα в разгар зимы; έτρεχε μεσ' στη βροχή он бегал под дождём; 4):

    από μέσα μου — про себя;

    μιλώ (λέγω) από μέσα μου — разговаривать (говорить) про себя;

    τό σκέφθηκα από μέσα μου — я подумал (об этом) про себя;

    § μέσα σ' όλα τ' αλλά — в довершение всего;

    μέσα σε δυό μέρες πέθανε — за два дня; — он умер;

    μου πονούν τα μέσα μου — у меня всё внутри болит;

    τό κρατώ μέσα μου — я храню это в тайне;

    έχει το διάβολο μέσα του — в нём чёрт сидит; — он хитрый, ловкий или способный как чёрт;

    τώχεν μέσα του να γκρινιάζει — он нытик по природе;

    μπαίνω μέσα — а) нести убытки; — б) проигрывать в карты;

    τον βάλανε μέσα — а) его посадили (в тюрьму); — б) его ободрали как липку; — е) он проигрался;

    είναι στα μέσα και στα όξω — у него везде своя рука, свои люди;

    τον έχουν στα μέσα και στα όξω — к нему питают полное доверие;

    2. (ο, η, τό) то, что находится внутри;

    η μέσα μεριά — внутренняя сторона;

    τό μέσα μέρος — внутренняя часть

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέσα

  • 22 χέρι

    τό
    1) рука;

    δεξιό (αριστερό) χέρι — правая (левая) руке;

    σφίγγω το χέρι — пожимать руку;

    κουνώ τα χέρια — махать руками;

    δίνω (προτείνω) το χέρι μου — подавать (протягивать) руку (для рукопожатия);

    κρατώ από το χέρι — вести за руку;

    αγγίζω με τα χέρια — трогать руками;

    έχω στο χέρι — держать в руках;

    παίρνω στα χέρια — брать на руки;

    δίνω στα χέρια — выдавать на руки;

    στα ίδια μου τα χέρια — в собственные руки;

    μου έρχεται καλά στο χέρι — быть по руке, приходиться впору (о перчатках);

    στο δεξί (αριστερό) χέρι — по правую (левую) руку;

    2) ручка, рукоятка;

    § εργατικά χέρια — рабочие руки;

    βάζω χέρι σε κάτι — а) дотрагиваться до чего-л.;

    хватать что-л.; лапать что-л, (прост.); б) наложить лапу на что-л., добраться до чего-л.;

    βάζω ( — или δίνω) *ίνα χέρι — помогать, оказывать помощь;

    βάζω κάποιον στο χέρι — выуживать у кого-л. деньги;

    βαστάω κάποιον γερά στα χέρια μου — держать кого-л. в своих руках;

    τον έχω στο χέρι — он в моих руках;

    είναι ( — или τον έχω) τού χέριού μου — а) он меня послушает; — б) он в моих руках, он в моей власти;

    κάνω κάποιον τού χέριου μου — прибрать кого-л. к рукам, взять кого-л. в руки;

    δεν είναι στο χέρι μου (σου...) — это не в моих (твоих...) силах;

    στο χέρι μου είναι να... — я могу, от меня зависит, в моей власти...;

    πέφτω στα χέρια κάποιου — попадать в чьй-л. руки;

    βρίσκομαι σε καλά χέρια — быть, находиться в хороших руках;

    παραδίδω κάποιον στα χέρια της δικαιοσύνης — передавать кого-л. в руки правосудия;

    δένω τα χέρια κάποιου — связать кого-л. по рукам;

    τσακίζω τα χέρια — давать по рукам;

    περνώ από χέρι σε χέρι — а) ходить по рукам; — б) переходить из рук в руки;

    πεθαίνω στα χέρια κάποιου — умереть на руках у кого-л.;

    ζητώ το χέριпросить чьей-л. руки;

    δίνω χέριударить по рукам (согласиться);

    τό χέρι σου! — по рукам!, согласен!;

    ερχομαι στα χέρια — вступать в драку;

    τραβώ χέρι — удаляться, ретироваться;

    κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια — сидеть сложа руки;

    έχω σφιχτό χέρι — быть скупым, жадным;

    λερώνω τα χέρια — марать руки;

    πλένω τα χέρια μου — умывать руки;

    σηκώνω χέρι επάνω σε κάποιον — поднимать на кого-л. руку;

    μη σηκώνεις χέρι! — рукам волю не давай!;

    μην απλώνεις χέρι σε... — не смей поднимать руку на...;

    μου κόβεις τα χέρια — или μου κόβουνται τα χέριά — я как без рук (без κοεο- — чего-л.);

    τον έχω δεξί χέρι — или είναι το δεξί μου χέρι — он моя правая рука;

    έχει κι' αυτός το χέρι του μέσα — и он руку приложил к этому;

    χέρι με χέρι — или------ а) из рук в руки;

    б) рука об руку;
    πηγαίνουμε------идти рука об руку; е) быстро;

    με τόχέρι στην καρδιά — положа руку на сердце;

    εναχέρι — один раз;

    δυό (τρία) χέρια — два (три) раза;

    τό πέρασα τρία χέρια — я это покрасил трижды;

    τό πέρασα ακόμη ένα χέρι — я это просмотрел ещё раз;

    από πρώτο (από δεύτερο) χέρι — из первых (из вторых) рук;

    από χέρι σε χέρι — с рук на руки, из рук в руки;

    με τα χέρια μου — своими руками;

    πάνω ( — или ψηλά) τα χέρια! — руки вверх!;

    κάτω τα -α! руки прочь!;

    να σού κοπούν τα χέρια! — чтоб у тебя руки отсохли!;

    τό 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυό το πρόσωπο — посл, рука руку моет

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χέρι

  • 23 χάρις

    χᾰρῐς (-ις, -ιν; -ιτες, -ίτων, -ίτεσσιν), - ιςςιν), -ιτας, -ιτες.)
    1
    a splendour, honour, glory of the lustre given by achievement, esp. in games.

    Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις O. 1.18

    αἰὼν δ' ἔφεπε μόρσιμος πλοῦτον τε καὶ χάριν ἄγων γνησίαις ἐπ ἀρεταῖς O. 2.10

    ὦ Ζεῦ, δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.89

    Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.93

    καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν O. 8.57

    κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν O. 8.80

    καί νυν ἐπωνυμίαν χάριν νίκας ἀγερώχου κελαδησόμεθα (v. ἐπωνύμιος) O. 10.78

    σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν τ' Ἀρκεσίλᾳ P. 5.102

    νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν N. 7.75

    κλειναῖς λτ;τγτ; Ἐρεχθειδᾶν χαρίτεσσιν ἀραρὼς ταῖς

    λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.19

    ἀλλὰ παλαιὰ γὰρ εὕδει χάρις (i. e. ἔργων παλαιῶν) I. 7.17 acc. s. pro prep., for the glory of, for the sake of c. dat., gen.,

    συμποσίου τε χάριν κᾶδός τε τιμάσαις ἑόν O. 7.5

    ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ' ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ ἑπταπύλοισι Θήβαις χάριν P. 11.12

    b
    I lustre, glory given by poetry

    τὶν δ' ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ αὐλὸς ἀναπάσσει χάριν O. 10.94

    σὺν Ὀρσέᾳ δέ νιν κωμάξομαι τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν I. 4.72

    θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς καὶ χάριν ἀοιδᾷ φυτεύει fr. 141. acc. s. pro prep., c. gen.,

    τὸ Καστόρειον δ' ἐν Αἰολίδεσσι χορδαῖς θέλων ἄθρησον χάριν ἑπτακτύπου φόρμιγγος ἀντόμενος P. 2.70

    σέθεν ἁδυεπὴς ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων, Ζηνὸς Αἰτναίου χάριν N. 1.6

    and so, ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς ὑμετέραν χάριν as a glory for you Pae. 9.37
    II pl., poems, songs ταὶ Διωνύσου πόθεν ἐξέφανεν σὺν βοηλάτᾳ χάριτες διθυράμβῳ; O. 13.19 ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος, καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ (i. e. songs for both Thebes and Delos) I. 1.6

    χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.8

    c
    I favour, blessing

    ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον P. 1.33

    τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν κῶμόν τ P. 3.72

    τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες P. 4.275

    γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών P. 11.58

    οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ παραιτεῖται χάριν (i. e. τὰ Ὀλύμπια νικῆσαι Σ.) N. 10.30 ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν, θεοί benison fr. 75. 2. ὁ [Λοξ]ίας [πρό]φρων ἀθανάταν χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2.. χάριτάς τ' Ἀφροδισίων ἐρώτων fr. 128. 1.
    II goodwill, goodfeeling: gratitude, thanksφίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεταιO. 1.75 ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς in gratitude for their piety O. 8.8

    ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν O. 10.12

    νικῶν Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος O. 10.17

    ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν μισθόν P. 1.76

    ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα P. 2.17

    οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.86

    Θώρακος, ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων (“dans son zèle pour ma cause,” Puech: cf. Πα. 9. 37) P. 10.64 ἁδεῖα δ' ἔνδον μιν ἔκνιξεν χάρις (ἡδονή Σ.) I. 6.50 acc. s. pro prep., Διὸς δὲ χάριν ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων by the grace of Zeus P. 3.95
    d χάριν prep., v. l. a. fin., 1. b. α. fin., 1. c. β. fin.
    e fragg.

    ε]ὐκλέα χάριν Pae. 2.103

    χάριν Πα. 12. a. 11. χ]άριν [ἀμ]φέπων (vix κίθαριν, Snell) fr. 215b. 7. Ποσειδᾶνος χά[ρι]ν ?fr. 345a. 9.
    2 pro pers.,
    a s., Charm, Grace

    Χάρις δ, ἅπερ ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς O. 1.30

    οἷς αἰδοία ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν O. 6.76

    ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις ζωθάλμιος O. 7.11

    ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ Πειθώ τ ἔναιεν καὶ Χάρις υἱὸν Ἁγησίλα ( χάρισ coni. van Groningen; varie tentabant locum docti, e. g. lacunam post υἱὸν ponentes) fr. 123. 14
    b pl., the Graces, Aglaia, Euphrosyne, Thalia, daughters of Zeus and ?Eurynome, worshipped chiefly at Orchomenos.

    κοιναὶ Χάριτες ἄνθεα τεθρίππων δυωδεκαδρόμων ἄγαγον O. 2.50

    Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον O. 4.9

    ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.27

    ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομενοῦ O. 14.4

    οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας O. 14.8

    ἄνευ οἱ Χαρίτων τέκεν γόνον (i. e. ἄχαριν, graceless) P. 2.42

    σὲ δ' ἠύκομοι φλέγοντι Χάριτες P. 5.45

    ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν P. 6.2

    ἔπεσε δ' οὐ Χαρίτων ἑκὰς ἁ δικαιόπολις νᾶσος P. 8.21

    σὺν βαθυζώνοισιν ἀγγέλλων Τελεσικράτη Χαρίτεσσι γεγωνεῖν P. 9.3

    Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.89

    παρὰ καλλιχόρῳ πόλι Χαρίτων Καφισίδος ἐν τεμένει (at Orchomenos) P. 12.26

    ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας N. 4.7

    φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν N. 5.54

    παρὰ Κασταλίαν τε Χαρίτων ἑσπέριος ὁμάδῳ φλέγεν N. 6.37

    εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54

    Χάριτες, Ἄργος Ἥρας δῶμα θεοπρεπὲς ὑμνεῖτε N. 10.1

    Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Τυνδαρίδαις θαμάκις N. 10.38

    σὺν Χάρισιν δ' ἔμολον Λάμπωνος υἱοῖς I. 5.21

    τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ I. 6.63

    χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν I. 8.16

    Χάρισι πάσαι[ς fr. 6. e.

    χάριτε[ς Pae. 3.2

    ]Χάρισι Pae. 4.13

    σε, χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι Χαρίτεσσίν τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ με δέξαι Pae. 6.3

    Χαρίτεσσί μοι ἀγχιθ[ Pae. 7.10

    μήλ]ων Χαρίτεσσι μίγδαν [Κύ]νθιον παρὰ κρημνόν Pae. 12.7

    σεμνᾶν Χαρίτων μέλημα τερπνόν (sc. ὦ Πάν: on account of his skill in dancing and piping) fr. 95. 3. Εὐρυνόμα Χάριτ[ας] π[ ]ασσιας ἔτικτεν ( Εὐρυνόμα Blass: ευρυχμα Π: π[αραθαλ]ασσίας coni. Snell) ?fr. 333a. 10. σὺν Χαρίτ[εσσι P. Oxy. 841, fr. 112.

    Lexicon to Pindar > χάρις

  • 24 мереть

    мрёт, παρλθ. χρ. мёр
    -ла, -ло; επίρ. μτχ. δεν έχει•
    ρ.δ.
    1. πεθαίνω (για πλήθος).
    2. (για καρδιά, αναπνοή) σφίγγομαι, πιάνομαι, σταματώ, σβήνω.
    εκφρ.
    мухи мрут – κοντεύω να σκάσω (από μεγάλη θλίψη).

    Большой русско-греческий словарь > мереть

  • 25 ныть

    ною, ноешь, μτχ. ενστ. ноющий
    ρ.δ.
    1. (κ. 2ο πρόσ. δεν έχει) πονώ ελαφρά και συνεχώς•

    зубы ноют τα δόντια μου πονάν λίγο-λίγο.

    || απρόσ. πονώ αλγώ•

    ноет в костях έχω πόνο στα κόκκαλα, πονάν τα κόκκαλα.

    2. μεμψιμοιρώ, κλαίω τη μοίρα μου, μουρμουρίζω.
    3. γογγύζω.
    εκφρ.
    душа ή сердце ноет – πονά (θλίβεται) η ψυχή, η καρδιά.

    Большой русско-греческий словарь > ныть

  • 26 овечий

    -ья, -ье
    επ.
    προβάτινος, πρόβιος•

    -ья шкура προβάτινο δέρμα•

    -ье молоко πρόβειο γάλα•

    овечий сыр πρόβιο κασέρι.

    || μτφ. αγαθός, αθώος•

    у него сердце -ье αυτός έχει καλή καρδιά.

    Большой русско-греческий словарь > овечий

  • 27 от

    κ. ото πρόθεση με γεν.
    1. (σημαίνει κίνηση από ένα σημείο• αφετηρία απομάκρυνση)• απο, εκ•

    путешествие началось от Афин το ταξίδι άρχισε από την Αθήνα•

    от Москвы до Ленинграда από τη Μόσχα ως το Λένινγκραντ•

    от частного к общему από το μερικό στο γενικό•

    от края до края απ άκρη σ άκρη•

    слеп от рождения τυφλός εκ γενετής (γενητάτος)•

    от еных лет από τα νεανικά χρόνια•

    он работает от утри до ночи αυτός εργάζεται από το πρωί ως το βράδυ•

    мороз от пяти до десяти градусов ψύχος από πέντε ως δέκα βαθμούς•

    от головы до пяток από το κεφάλι ως τις φτέρνες•

    имущество от отца περιουσία από τον πατέρα•

    от роду εκ γενετής•

    час от часу από ώρα σε ώρα•

    письмо от пятого марта επιστολή από τις πέντε του Μάρτη.

    2. (με σημ. αιτίας, αφορμής)• απο, εκ, λόγω, ένεκα•

    бледный от страха χλωμός από το φόβο•

    петь от -радости τραγουδώ από χαρά•

    заболеть от переутомления αρρωσταίνω από υπερκόπωση.

    3. κατά, ενάντια, για•

    средство от кашли φάρμακο για το βήχα•

    палка от собак ξύλο για τα σκυλιά.

    4. για• απο•

    футляр от очков θήκη για τα ματογυάλια•

    скорлупа от орехов καρυδότσουφλα•

    крышка от кастрюли καπάκι της κατσαρόλας.

    || (για σχέση, ιδιότητα κ.τ.τ.) απο•

    у не есть что-то от матери αυτή έχει κάτι από τη μάνα (σε κάτι μοιάζει).

    5. με, εκ, εξ, απο•

    от всей моей души μ όλη μου την ψυχή (ολόψυχα)•

    от всего сердца μ όλη μου την καρδιά.

    6. με• σε•

    день ото дня από μέρα σε μέρα, μέρα με τη μέρα•

    год от году χρόνο με το χρόνο• από χρόνο σε χρόνο•

    время от времени από καιρό σε καιρό.

    Большой русско-греческий словарь > от

  • 28 порок

    α.
    ελάττωμα, μειονέκτημα κακό•

    безработица-один из -ов капитализма η ανεργία είναι μια πληγή του καπιταλισμού•

    праздность всех -ов наших мать παρμ. αργία μήτηρ πάσης κακίας•

    он избавился от всех своих -ов αυτός απέβαλε όλα τα ελαττώματα του.

    || βλάψιμο•

    у него порок сердца αυτός έχει βλάψιμο στην καρδιά.

    Большой русско-греческий словарь > порок

  • 29 страдать

    -аю, -аешь κ. παλ. стражду, страждешь, μτχ. ενστ. страдающий κ. παλ. страждущий
    ρ.δ.
    1. υποφέρω, πάσχω•

    страдать больго υποφέρω από πόνο, πονώ•

    он -ет болезнью сер-дда αυτός πάσχει από την καρδιά ή είναι καρδιοπαθής.

    || μτφ. έχω μειονέκτημα, ελάττωμα, ψεγάδι.
    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) βασανίζομαι, τυραννιέμαι, ταλαιπωρούμαι, παιδεύομαι, δεινοπαθώ.
    3. βλάπτομαι, παθαίνω. || λείπω, υπάρχει έλλειψη•

    в классе -ает дисциплина η τάξη δεν έχει την απαιτούμενη πειθαρχία.

    Большой русско-греческий словарь > страдать

  • 30 θρασύς

    θρᾰσύς, εῖα, ύ, fem. θρασέα, metri gr., Philem.20 (s.v.l.):—
    A bold, chiefly of persons, Il.8.89, etc.; also

    θ. πόλεμος 6.254

    , 10.28, Od.4.146;

    θρασειάων ἀπὸ χειρῶν 5.434

    , Il.17.662, al.;

    θ. καρδία Pi.P.10.44

    ;

    πούς Ar.Ra. 330

    (lyr.);

    ἐν τῷ ἔργῳ ἔργῳ θρασύς Hdt.7.49

    ; ἡ ἐλπὶς θρασεῖα τοῦ μέλλοντος full of confidence, Th.7.77;

    θρασὺς τὸ ἦθος Arist.Pol. 1315a11

    .
    2 more freq. in bad sense, over-bold, rash,

    σὺν δ' ὁ θ. εἵπετ' Ὀδυσσεύς Od.10.436

    (Sch. προπετής)

    ; Γοργόνες Pi.P.12.7

    ; audacious, arrogant, insolent, A.Pr. 180 (lyr.), Ar.Nu. 445 (anap.), etc.; Ἄρης.. πρὸς ἀλλήλους θ., of civil war, A.Eu. 863; γλώσσῃ θ. S.Aj. 1142;

    ἐν τοῖς λόγοις Id.Ph. 1307

    ;

    ἐπὶ τῶν λόγων D.Prooem.32

    ; ἀνομίᾳ θ. E.IT 275; πονηρὸς εἶ καὶ θ. Ar.Eq. 181;

    θρασεῖς καὶ ἄδικοι καὶ ὑβρισταί Pl.Lg. 630b

    ;

    ἀλαζὼν ὁ θ. καὶ προσποιητικὸς ἀνδρείας Arist.EN 1115b29

    ; [ὅμοιόν τι ἔχει] ὁ θ. τῷ θαρραλέῳ ib. 1151b7; τὸ μὴ θ. modesty, A.Supp. 197: [comp] Comp.

    - ύτερος Pl.La. 184b

    , Phld.Lib.p.61 O.: [comp] Sup.

    - ύτατος Isoc.12.133

    , etc.
    III Adv.

    - έως Ar.V. 1031

    , etc.: [dialect] Aeol. [full] θροσέως Jo.Gramm. Comp.2.1: [comp] Comp. θρασύτερον too boldly, Th.8.103;

    - τέρως Phalar.Ep.34

    : [comp] Sup.

    θρασύτατα Th.8.84

    and (with v.l. -άτως) D.S.17.44: neut. as Adv.,

    ἀναιδὲς καὶ θρασὺ βλέπειν Cratin.24

    D. (I.-E. dhers- in θέρσος (older than θάρσος and θράσος), dhṛs- in θρασύς, Skt. dhṛ[snull ]ṇú- 'bold', cf. Engl. dare, durst.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρασύς

  • 31 κοιλία

    κοιλί-α, [dialect] Ion. [suff] κοιλί-η, , ([etym.] κοῖλος)
    A cavity of the body, i.e. thorax with abdomen, Hp.Art.46 (including ἡ ἄνω κ., = thorax, ἡ κάτω, = abdomen, acc. to Gal.15.896); τὰ κατὰ κ. νουσήματα diseases of the thoracic cavity, Hp.Aff.6.
    2 belly, abdomen, Hdt.2.87, IG42(1).122.32 (Epid.), etc.: specified as

    ἡ κάτω κ. Ar.Ra. 485

    , Hp.Ulc.3, Pl.Ti. 73a, 85e, Arist.Somn.Vig. 456a3, PA 650a13, etc.; opp. ἡ ἄνω κ., stomach, Pl.Ti. 85e, Arist.PAl.c.; κ. alone freq. = stomach, Id.HA 489a2, etc.; of birds, Id.PA 674b22; also, paunch or rumen of animals, Id.HA 507b5: hence, of gluttons,

    δουλεύειν τῇ ἑαυτῶν κ. Ep.Rom.16.18

    , cf. Ep.Phil.3.19.
    3 intestines,

    κ. κείνη Hdt.2.40

    , cf. 86,92, etc.; of animals, κ. ὑεία pig's tripe, Ar.Eq. 356;

    κοιλίας ἥμισυ SIG1025.51

    (Cos, iv/iii B.C.): pl., tripe and puddings, Ar.Eq. 160, Pl. 1169.
    b phrases, κ. σκληρὰν ἔχειν to be costive, Theopomp.Com.62.2;

    κατὰ κοιλίαν νοσεῖν Com.Adesp.730

    ; τὴν κ. λύειν to relax the bowels, Arist. Pr. 863b29, 864b14; αἱ κ. λύονται, ἀναλύονται, ib. 947b13, GA 728a15; εὔλυτοί [εἰσι] Id.Pr. 876b31;

    ἐὰν ἡ κ. στῇ Id.HA 588a7

    ;

    κ. καταρραγεῖσα Hp.Coac. 126

    ; [οἶνος] κοιλίας μαλακτικός, κοιλίας ἐφεκτικά, Mnesith. ap.Ath.1.33b, 2.59c; κ. ἐκλύειν, ὑπάγειν, μαλάσσειν, Dsc.2.72, 163, 171;

    κ. ῥέουσαι D.S.5.41

    .
    4 excrement, esp.in pl., κ. συνεστηκυῖαι excrements of firm consistency, Hp.Aër.10; opp.

    κ. ἐφυγραινόμεναι Id.Epid.1.10

    ;

    κ. ὑγρή Id.Prorrh.1.38

    ; στερεή, σκληρή, Id.Acut.(Sp.) 56, Epid.4.23; οὔρησις καὶ κ. ἀχρόως ibid.
    II any cavity in the body, ventricle, chamber, as in the lungs, heart, liver, brain,

    κ. αἱ τὸ πνεῦμα δεχόμεναι καὶ προπέμπουσαι Id.Art.41

    ;

    ἡ δὲ καρδία ἔχει μὲν τρεῖς κ. Arist.HA 496a4

    , cf. 513a27.
    2 socket of a bone, Hp.Art.61.
    3 supposed cavities inside the muscles, Erasistr. ap. Gal.4.375, 707, Antyll. ap.Orib.8.6.30, 7.9.4; cf. νηδύς.
    4 womb, Hp.Mul.1.38, al., Ev.Jo.3.4.
    III any hollow or cavity, in the earth, Arist.Mete. 349b4, 350b23, al.; in the clouds, ib. 369b2, al.
    IV perh.finger- tip, Aret. SD1.8 (pl.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιλία

  • 32 πήδημα

    A leap, bound, A. Pers.95, 305, S.Aj. 833, E.Andr. 1139, etc., cf.

    πηδάω 1

    ; leaping up in admiration, of an audience, Plu.2.41c(pl.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πήδημα

  • 33 σύντρησις

    A connexion by a passage or channel,

    ἡ ἐκ τῶν μυκτήρων σ. εἰς τὸ στόμα Arist.HA 495a25

    , cf. 507b27, Heliod. ap. Orib.44.23.59,76, Gal.16.527;

    ἡ καρδία τὴν σ. ἔχει πρὸς τὸν πλεύμονα Arist.Resp. 478a26

    ; junction of bore-holes, Apollod.Poliorc. 151.7.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύντρησις

  • 34 κοιλία

    κοιλία, , die Bauchhöhle, der Unterleib, der Bauch mit allem, was darin ist, der Magen u. die Gedärme; der Stuhlgang; dah. κοιλίαν λύειν, abführen; κ. ῥέουσα, Durchfall. Übh. Höhlung, Vertiefung, Kanal; ἡ καρδία ἔχει τρεῖς κοιλίας, Herzkammern

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > κοιλία

См. также в других словарях:

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • ακάρδιος — α, ον (Α ἀκάρδιος ον) [καρδιά, καρδία] εκείνος που δεν έχει καρδιά νεοελλ. 1. μτφ. άτολμος, δειλός 2. μτφ. ανόητος 3. αναίσθητος, ασυγκίνητος 4. (για ξύλο) αυτό που δεν έχει καρδιά, δεν έχει εντεριώνη …   Dictionary of Greek

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • λυκοκάρδιος — λυκοκάρδιος, ον (Μ) αυτός που έχει καρδιά σαν τού λύκου, σκληρόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ κάρδιος, ταραξι κάρδιος] …   Dictionary of Greek

  • πετρόκαρδος — η, ο, Ν αυτός που έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα, σκληρόκαρδος, ανάλγητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + καρδιά (πρβλ. σκληρό καρδος)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόκαρδος — η, ο, Ν μτφ. αυτός που έχει καρδιά γεμάτη καλοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + καρδος (< καρδία), πρβλ. λεοντό καρδος] …   Dictionary of Greek

  • περ(ι)βόλι — το 1. κήπος, κτήμα: Μόν ήσυχα ο Τηλέμαχος ορίζει τα περβόλια (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη). 2. μτφ., ευχάριστος, απολαυστικός: Αυτός έχει καρδιά περιβόλι. (ειρων.), «Μου κανες την καρδιά περιβόλι», με λύπησες πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άσπλαχνος — (AM ἄσπλαγχνος) αυτός που δεν έχει μέσα του σπλάχνα, που δεν έχει καρδιά, ο άκαρδος, ο ανηλεής, ο απάνθρωπος αρχ. 1. ο δειλός 2. αυτός που δεν τρώει σπλάχνα ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνον το νεοελλ. άσπλαχνος < άσπλαγχνος με απλοποίηση του… …   Dictionary of Greek

  • μπαξές — και μπαχτσές και μπαχτσιάς, ο 1. κήπος, περιβόλι 2. φρ. α) «έχει καρδιά μπαξέ» είναι εύθυμος και καλοκάγαθος άνθρωπος β) «απ όλα έχει ο μπαξές» υπάρχει επάρκεια ή και αφθονία τών απαραίτητων αγαθών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bahce] …   Dictionary of Greek

  • έμμητρος — ἔμμητρος, ον (Α) (για φυτό, ξύλο) αυτός που έχει καρδιά, ψίχα …   Dictionary of Greek

  • ακήριος — (I) ἀκήριος, ιον (Α) [κὴρ, η] 1. αυτός που δεν τόν έβλαψαν, δεν τόν πείραξαν οι κήρες* και γεν. άβλαβος, απείραχτος 2. αβλαβής, ακίνδυνος 3. άδολος, άκακος. (II) ἀκήριος, ον (Α) [κῆρ, το] 1. αυτός που δεν έχει καρδιά, ψυχή, ζωή 2. δειλός, άψυχος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»