-
1 θροσέως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θροσέως
-
2 θρασύς
A bold, chiefly of persons, Il.8.89, etc.; alsoθ. πόλεμος 6.254
, 10.28, Od.4.146;θρασειάων ἀπὸ χειρῶν 5.434
, Il.17.662, al.;θ. καρδία Pi.P.10.44
; (lyr.);ἐν τῷ ἔργῳ ἔργῳ θρασύς Hdt.7.49
; ἡ ἐλπὶς θρασεῖα τοῦ μέλλοντος full of confidence, Th.7.77;θρασὺς τὸ ἦθος Arist.Pol. 1315a11
.2 more freq. in bad sense, over-bold, rash,σὺν δ' ὁ θ. εἵπετ' Ὀδυσσεύς Od.10.436
(Sch. προπετής); Γοργόνες Pi.P.12.7
; audacious, arrogant, insolent, A.Pr. 180 (lyr.), Ar.Nu. 445 (anap.), etc.; Ἄρης.. πρὸς ἀλλήλους θ., of civil war, A.Eu. 863; γλώσσῃ θ. S.Aj. 1142;ἐν τοῖς λόγοις Id.Ph. 1307
;ἐπὶ τῶν λόγων D.Prooem.32
; ἀνομίᾳ θ. E.IT 275; πονηρὸς εἶ καὶ θ. Ar.Eq. 181; ;ἀλαζὼν ὁ θ. καὶ προσποιητικὸς ἀνδρείας Arist.EN 1115b29
; [ὅμοιόν τι ἔχει] ὁ θ. τῷ θαρραλέῳ ib. 1151b7; τὸ μὴ θ. modesty, A.Supp. 197: [comp] Comp. , Phld.Lib.p.61 O.: [comp] Sup.- ύτατος Isoc.12.133
, etc.II of things, to be ventured, c. inf., θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν this I am bold to say, Pi.N.7.50; οὐκ ἆρ' ἐκείνῳ γ' οὐδὲ προσμεῖξαι θρασύ; S.Ph. 106.III Adv. , etc.: [dialect] Aeol. [full] θροσέως Jo.Gramm. Comp.2.1: [comp] Comp. θρασύτερον too boldly, Th.8.103;- τέρως Phalar.Ep.34
: [comp] Sup.θρασύτατα Th.8.84
and (with v.l. -άτως) D.S.17.44: neut. as Adv.,ἀναιδὲς καὶ θρασὺ βλέπειν Cratin.24
D. (I.-E. dhers- in θέρσος (older than θάρσος and θράσος), dhṛs- in θρασύς, Skt. dhṛ[snull ]ṇú- 'bold', cf. Engl. dare, durst.)
См. также в других словарях:
θρασύς — εία, ύ (ΑΜ θρασύς, εῑα, ύ, Α θηλ. και θρασέα) αυθάδης, αναιδής μσν. 1. αυτός που απαιτεί γενναιότητα, που απαιτεί θάρρος 2. δυνατός 3. (το ουδ. ως ου σ.) τo θρασύ θάρρος, γενναιότητα, τόλμη μσν. αρχ. γενναίος, ανδρείος, θαρραλέος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
Ο, ο — (αρχαία ελληνικά ου και μεταγενέστερα ο μικρόν). Το δέκατο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό ajin (μάτι), το οποίο διαλεκτικά προφερόταν δη. Η παράσταση του σημιτικού ajin ήταν Ο και αυτό το σχήμα είχε γενικά, με… … Dictionary of Greek
dhers- — dhers English meaning: to dare Deutsche Übersetzung: “wagen, kũhn sein”, älter “angreifen, losgehen” Note: (also with i , u extended) Material: O.Ind. dhr̥ṣ ṇō ti, dhárṣ ati “ is audacious, courageous, ventures”, dhr̥ṣu… … Proto-Indo-European etymological dictionary