-
1 ἀστρόπληγος
ἀστρό-πληγος, ον,A = ἀστροβλής, Gp.5.36.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστρόπληγος
-
2 ἀστρο-πλήξ
ἀστρο-πλήξ, ῆγος, = ἀστρο-βλής, Geopon., wo nach Lob. paralip. 285 ἀστρόπληγα von ἀστρόπληγος.
-
3 αστροπλήγους
-
4 ἀστροπλήγους
-
5 αστροπλήγων
-
6 ἀστροπλήγων
-
7 αστρόπληγα
-
8 ἀστρόπληγα
См. также в других словарях:
ἀστροπλήγους — ἀστρόπληγος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστροπλήγων — ἀστρόπληγος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρόπληγα — ἀστρόπληγος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)