-
1 τῆτος
-
2 τητος
-
3 τῆτος
A = τήτη, only in Hsch. and Phot. ([etym.] τήτει· σπάνει), unless we read in E.Fr. 492, τήτει σοφῶν, for τι εἴ τι: cf. χῆτος. -
4 τήτει
τῆτοςneut nom /voc /acc dual (attic epic)τήτεϊ, τῆτοςneut dat sg (epic ionic)τῆτοςneut dat sg -
5 τήτεα
τῆτοςneut nom /voc /acc pl (epic ionic) -
6 ἀλλοτριότης
-τητος ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 PSal 17,13 -
7 πιότης
-τητος +ἡ N 3 2-4-2-4-0=12 Gn 27,28.39; Jgs 9,9; 1 Kgs 13,3olive oil Jgs 9,9; fat (fat ashes on the altar) 1 Kgs 13,3; fatness, abundance (of the earth) Gn 27,28υἱοὶ τῆς πιότητος sons of the oil (lit.), anointed ones? Zech 4,14 -
8 τήτη
τήτηwant: fem nom /voc sg (attic epic ionic)τῆτοςneut nom /voc /acc pl (attic epic doric)τῆτοςneut nom /voc /acc dual (doric aeolic)——————τήτηwant: fem dat sg (attic epic ionic) -
9 неизученный
неизученныйприл ἀγνωστος, ἀμελέ-τητος (о вопросе и т. п.) / ἀν(εξ)ερεύνητος (о стране). -
10 непредумышленный
непредумышленныйприл ἀπρομελέ-τητος, ἀπροσχεδίαστος:\непредумышленныйое убийство юр. ἡ ἀναίρεσις, ὁ ἀπρομελέτητος φόνος. -
11 нетерпимость
нетерпи́м||остьж ἡ ἔλλειψις ἀνεκτικό-τητος, ἡ ἀδιαλλαξία / ἡ μισαλλοδοξία. -
12 тепло
тепл||о Iс ἡ ζέστη, ἡ ζεστασιά, ἡ θερμότητα:количество \теплоа τό ποσό θερμό-τητος· сегодня десять градусов \теплоа ἡ θερμοκρασία εἶναι σήμερα δέκα βαθμοί πάνω ἀπό τό μηδέν сидеть в \теплое κάθομαι στή ζεστασιά.тепло II1. нареч ζεστά/ перен θερμά, ἐνθερμα, ἐγκάρδια:одеваться \тепло ντύνομαι ζεστά· \тепло встретить кого-л. ὑποδέχομαι κάποιον θερμά·2. предик безл κάνει ζέστη/ αἰσθάνομαι θαλπωρή, νοιώθω ζεστασιά:в комнате \тепло στό δωμάτιο κάνει ζέστη· сегодня \тепло σήμερα εἶναι ζεστή μέρα· мне \тепло ζεσταίνομαι. -
13 πραΰτης
ἡ πραΰτης, τητος мягкость, кротость -
14 Ἀθηναιότης
A quality of being Athenian, Gal.19.431.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀθηναιότης
-
15 ἀκραιφνότης
A purity, Anon. in Prm.(Rh.Mus.47.614).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκραιφνότης
-
16 ἀκυρότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκυρότης
-
17 ἀλλότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλότης
-
18 ἀνυπηρέτητος
ἀνυπηρέ-τητος, hyperdor.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνυπηρέτητος
-
19 ἄμεσος
ἄμεσος, ον,A immediate: ἄμεσα καὶ ἀναπόδεικτα, of propositions that cannot be proved syllogistically by means of a middle term, Arist.APr. 68b30, APo. 72b19, etc.; τὰ ἄ. τῶν ἐναντίων direct opposites, Plot.6.3.20. Adv. immediately,Olymp.
in Phlb.p.256 S., Alex.Aphr. in Metaph.162.19, Procl.Inst.30, dub. in Phld. Herc.1251.3. [full] ἀμεσότης, τητος, ἡ, immediacy, Eustr.in APo.176.4. [full] ἀμέσω· ὠμοπλάται, Hsch. (cf. Lat. umerus, Goth. ams-). -
20 ὀχυρότης
A firmness, strength, esp. of a stronghold or country, - τητος μετέχειν Aen. Tact.22.2, cf. J.AJ3.14.2: pl., Plb.5.62.6,7.15.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀχυρότης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τήτος — ους, και εος, τὸ, Α η τήτη*.. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τήτη, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε ος] … Dictionary of Greek
τήτει — τῆτος neut nom/voc/acc dual (attic epic) τήτεϊ , τῆτος neut dat sg (epic ionic) τῆτος neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθυγιεινότης — ( τητος), η η ιδιότητα του ανθυγιεινού, η νοσηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθυγιεινός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Γερμανό γιατρό Βερνάρδο Όρνσταϊν στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
περιβλεπτότης — τητος, ἡ, ΜΑ [περίβλεπτος] 1. η ιδιότητα τού περίβλεπτου, το να είναι κανείς ή κάτι περιφανής/ές 2. (στο Βυζάντιο) (ως τιμητικός τίτλος) εξοχότητα … Dictionary of Greek
τήτεα — τῆτος neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τήτη — want fem nom/voc sg (attic epic ionic) τῆτος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τῆτος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… … Dictionary of Greek
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek
αρρενότης — ἀρρενότης ( τητος), η (AM) [άρρην] η ιδιότητα του αρσενικού, η αρρενωπότητα … Dictionary of Greek
dāu-, dǝu-, dū̆ - — dāu , dǝu , dū̆ English meaning: to burn Deutsche Übersetzung: 1. “brennen”, 2. “verletzen, quälen, vernichten, feindselig” Note: uncertainly, whether in both meaning originally identical (possibly partly as “ burning pain “,… … Proto-Indo-European etymological dictionary