-
1 Τιτυόν
Τιτυόςmasc acc sg -
2 γαιήιος
γαιήιος, der Erde angehörig, adjectiv. zu γαῖα, Hom. einmal, Odyss. 7, 324 Τιτυὸν γαιήιον υἱόν, = τὸν τῆς γῆς υἱόν, den Sohn der Erde; Odyss. 11, 576 Τιτυὸν γαίης ἐρικυδέος υἱόν; vgl. Σϑένελον Καπανήιον υἱόν Iliad. 5, 108, Σϑένελος, Καπανῆος ἀγακλειτοῦ φίλος υἱός 2, 564, Ἀγαμεμνονέην ἄλοχον Odyss. 3, 264, Γοργείην κεφαλὴν δεινοῖο πελώρου 11, 634. Mit Anspielung auf Homer Aenigm. 29 (XIV, 23) γαιήιος υἱός.
-
3 Τιτυός
Τῐτῠός son of Zeus and Elara, killed by Artemis. “ Εὐρώπα Τιτυοῦ θυγάτηρ” P. 4.46 “ καὶ μὰν Τιτυὸν βέλος Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνόν” P. 4.90 Ἀλέρας υἱόν (sc. Τιτυόν: ad Πα. 13. b. 3 revocavit Turyn) fr. 294. -
4 Ἄρτεμις
Ἄρτεμις (-ις, -ιδος, -ιν) daughter of Leto and Zeus, worshipped esp. in Delos and Ortygia. Ὀρτυγίαν ποταμίας ἕδος Ἀρτέμιδος (Ἀλφειώσας Ἀρτέμιδος ἐκεῖ φασιν εἶναι ἱερόν, ἣν νῦν ποταμίαν εἶπεν. Σ.) P. 2.7 ( Κορωνίς)1δαμεῖσα χρυσέοις τόξοισιν ὑπ' Ἀρτέμιδος P. 3.10
“ Τιτυὸν βέλος Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνόν” P. 4.90Ὀρτυγία, δέμνιον Ἀρτέμιδος, Δάλου κασιγνήτα N. 1.3
Ἄρτεμις τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα N. 3.50
]Ἄρτεμιν[ Pae. 4.1
ῥίμφα δ' εἶσιν Ἄρτεμις οἰοπόλας ζεύξαισ ἐν ὀργαῖς Βακχίαις φῦλον λεόντων Δ. 2. 19. -
5 βέλος
a arrow, shaftβροντὰν καὶ πυρπάλαμον βέλος ὀρσικτύπου Διός O. 10.80
“ καὶ μὰν Τιτυὸν βέλος Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνόν” P. 4.90 “ ἐκ πόντου σαώθη ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων” P. 4.162Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα Πάριος ἐκ βελέων δαιχθείς P. 6.33
βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν N. 1.68
γαῖα δ' ἐν Θήβαις ὑπέδεκτο κεραυνωθεῖσα Διὸς βέλεσιν μάντιν Οἰκλείδαν N. 10.8
ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ I. 8.34 ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον σφενδονᾶσαι ἱπποδάμων Δαναῶν βέλεσι πρόσφορον fr. 183.b met.,I of poetry,ἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει O. 1.112
πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας φωνάεντα συνετοῖσιν O. 2.83
ἀλλὰ νῦν ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος τοιοῖσδε βέλεσσιν ( μέλεσσι(ν) v. l.) O. 9.8παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.95
II of love,πότνια δ' ὀξυτάτων βελέων Κυπρογένεια P. 4.213
III of avarice, χρυσέων βελέων ἔντι τραυματίαι fr. 223. -
6 θηρεύω
1 hunt down met.παπταίνει τὰ πόρσω, μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν P. 3.23
“ καὶ μὰν Τιτυὸν βέλος Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνόν” P. 4.90κερδέων δὲ χρὴ μέτρον θηρευέμεν N. 11.47
-
7 κραιπνός
1 swift “ Τιτυὸν βέλος Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνόν” P. 4.90 κυλινδέ- σκοντό τε (sc. πέτραι)κραιπνότεραι ἢ βαρυγδούπων ἀνέμων στίχες P. 4.209
σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες fr. 133. 4. -
8 μάν
1 not combined with other particles,a connective, emphasising a new point, never neg.ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρόν O. 2.53
[ μὴν (v. l. μιν) O. 3.45]λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος O. 9.49
Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενί, σιγᾷ οἱ στόμα (e Σ Er. Schmid: μὲν codd.) N. 10.29ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξαν παλαιὰν ἅρμασιν I. 3.15
ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν (v. l. καί) I. 4.35 in subord. cl.,δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν, ὡς μὰν σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν O. 13.45
b adversative, yetἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν αἰδώς· ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος O. 7.45
ὅμως μὰν P. 2.82
λέγονται μὰν P. 3.88
αὐτὸν μὰν N. 1.69
παῦροι δὲ χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί· λέγεται μὰν N. 9.39
(many miss good fortune, e. g. through lack of confidence.) συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ' ἀπὸ Σπάρτας (Pauw: λίαν codd., Σ: contra G. P. 337) N. 11.332 combined with other particles.a καὶ μὰν (γε), emphasising a new point, καί connective.καὶ μὰν ξεναπάτας Ἐπειῶν βασιλεὺς ὄπιθεν οὐ πολλὸν ἴδε O. 10.34
“ καὶ μὰν Τιτυὸν” P. 4.90καὶ μὰν κεῖνος Ἄτλας P. 4.289
καὶ μὰν ἁ Σαλαμίς γε θρέψαι φῶτα μαχατὰν δυνατός N. 2.13
καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54
where καὶ connects individual words, while μὰν emphasises the last member in a series,θέλοντι δὲ Παμφύλου καὶ μὰν Ἡρακλειδᾶν ἔκγονοι αἰεὶ μένειν τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ Δωριεῖς P. 1.63
Ἐμμενίδαις ποταμίᾳ τ' Ἀκράγαντι καὶ μὰν λτ;γτ;ενοκράτει P. 6.6
b γε μάν, adversative, yet, but of courseνῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104
( Τυφὼς)τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον· νῦν γε μὰν P. 1.17
νῦν γε μὰν P. 1.50
αἰὼν δὲ κυλινδομέναιςἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν· ἄτρωτοι γε μὰν παῖδες θεῶν I. 3.18
with a notion of affirmation, after all, it is trueφαντί γε μὰν P. 7.19
ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν· ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι N. 8.50
dub., ] αλλεγεμαν P. Oxy. 2622, fr. 1. 11 ad ?fr. 346.c ἦ μάν, in strong affirmation. “ ἦ μάν νιν ὤτρυνον θαμὰ” P. 4.40ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν N. 8.28
ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63
d οὐδὲ μάν, where μὰν emphasises the second limb of a neg. assertion, nor yet “ οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων οὐδὲ μὰν χαλκάρματός ἐστι πόσις Ἀφροδίτας” P. 4.87Τυφὼς οὔ μιν ἄλυξεν, οὐδὲ μὰν βασιλεὺς Γιγάντων P. 8.17
3 frag.μάρναμαι μὰν Pae. 2.39
-
9 ὄφρα
ὄφρα final conj.,1 in order that.a c. subj.ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων ὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον, ἵκωμαί τε πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος O. 6.23
κατέβαν ὑμνέων Ῥόδον, εὐθυμάχαν ὄφρα πελώριον ἄνδρα αἰνέσω O. 7.14
ἔλθ' Ἀχοῖ, Κλεόδαμον ὄφῤ ἰδοῖσ εἴπῃς O. 14.22
λίσσομαι, νεῦσον, Κρονίων, ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ἀλαλατὸς ἔχῃ P. 1.72
χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν ὄφρα αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4.2
“Τιτυὸν βέλος Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνὸν ὄφρα τις τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτων ἐπιψαύειν ἔρᾶται” P. 4.92 στρατὸν ὁμαγερέα καλεῖ συνίμεν, ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ (Heyne: κελαδῆτε codd.) P. 11.9 ὄφ' ρα σὺν Χειμάρῳ μεθύων Ἀγαθωνίδᾳ βάλω κότταβον fr. 128. 2.b c. opt.ἐκδιδάσκειν σοφὸν Αἰσονίδαν· ὄφρα Μηδείας τοκέων ἀφέλοιτ' αἰδῶ P. 4.218
ὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων θῆρας αἰνῷ φόβῳ ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν P. 5.62
παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος, ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον P. 12.20
θυμὸν αὔξων, ὄφρα ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν N. 3.59
ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι I. 4.54
-
10 γαιήϊος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαιήϊος
-
11 θηρεύω
A : [tense] pf. :—[voice] Med., [tense] fut. : [tense] aor.ἐθηρευσάμην Ar.Fr.51
, Pl.Tht. 197d:—[voice] Pass., [tense] pf. τεθήρευμαι Lysipp.Com.7: [tense] aor.ἐθηρεύθην Hdt.3.102
, A.Ch. 493, Pl.Sph. 221a: (cf. θηράω):— hunt, θηρεύοντα while hunting, Od.19.465, cf. Hdt.4.112; θηρεύειν διὰ κενῆς, of the motions of the hands of dying persons, Hp.Prog.4.II c. acc., hunt after, chase, catch,ἀττελέβους Hdt.4.172
; θηρία, ὄρνιθας ἀγρίας, μῦν, X.An.1.2.7, Pl.Tht. 197c, PCair.Zen.300.7 (iii B.C.); ; [ ἐλέφαντας] OGI54.11 (Adule, iii B.C.); of men, Hdt. 4.183;θ. ἀνθρώπους ἐπὶ θοίνην ἤ θυσίαν Arist.Pol. 1324b39
, cf. X.An. 1.2.13; Τιτυὸν βέλος θήρευσε it hit, struck him, Pi.P.4.90:—[voice] Med., Ar.Fr.51, Pl.Grg. 464d, Euthd. 290b:—[voice] Pass., to be hunted, Hdt.3.102; to be preyed upon, ib. 108; to be caught, : metaph., to be captivated, Lysipp.Com.7.2 metaph., hunt, seek after,κερδέων μέτρον Pi.N.11.47
; ; (lyr.);θ. νέους πλουσίους ὀρφανούς Aeschin.1.170
; ἡδονάς, ἐπιστήμην, Isoc.1.16, Pl.Tht. 200a, al.; [ εὐδαιμονίαν] Arist.Pol. 1328b1; ὀνόματα, ῥήματα, Pl.Grg. 489b, And.1.9, cf. Antipho 6.18;τὰς ἀρχὰς τῶν συλλογισμῶν Arist.APr. 46a11
; θ. τὸν πλησίον, of an orator, Phld.Rh. 2.5 S., al.—Trag. preferred θηράω, exc. where metre demanded θηρεύω. -
12 ἐφοράω
ἐφορ-άω, [dialect] Ion.[ per.] 3sg. ἐπορᾶ, inf. ἐπορᾶν, Hdt.1.10, 3.53: [dialect] Aeol. [tense] pres. part. ἐπόρεις ( ἐφορεῖς cod.) Lyr.Adesp. 61: [tense] impf. ἐφεώρων, [dialect] Ion. [ per.] 3sg.Aἐπώρα Hdt.1.48
: [tense] fut.ἐπόψομαι Od.19.260
, A.Ag. 1642, etc.: [tense] aor. 1ἐπόψατο Pi.Fr.88.6
(but ἐπεῖδον (q.v.) generally used as [tense] aor. 1):—[voice] Pass., [dialect] Dor. [tense] aor. 1 inf.ἐποφθῆμεν Diotog.
ap.Stob.4.1.96: ( ἐπιόψομαι (q.v.), ἐπιώψατο are from a difft. root):— oversee, observe, of the sun,πάντ' ἐφορᾷς καὶ πάντ' ἐπακούεις Il.3.277
, cf. Od.11.109, S.El. 824 (lyr.);ὁπόσας ἐφορᾷ φέγγος ἀελίου E.Hipp. 849
(lyr., codd.); of the gods, watch over, visit,Ζεὺς.. ὅς τε καὶ ἄλλους ἀνθρώπους ἐφορᾷ Od.13.214
;θεοὶ.. ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες 17.487
;Ζεὺς πάντων ἐφορᾷ τέλος Sol.13.17
;σὲ γὰρ θεοὶ ἐπορῶσι Hdt.1.124
;Ζεὺς ὃς ἐφορᾷ πάντα S.El. 175
(lyr.); (later c. gen.,χώρα ἧς ὁ Ἥλιος ἐφορᾷ UPZ14.30
(ii B. C.), etc.); ; of men,τὰ πρήγματα ἐπορᾶν τε καὶ διέπειν Hdt.3.53
; [ τὰς πόλεις] Eup. 290;πάντ' ἐφορῶν καὶ διοικῶν D.3.34
;οὐ ῥᾴδιον ἐφορᾶν πολλὰ τὸν ἕνα Arist.Pol. 1287b8
; ἀρχὴ ἐφορῶσα περὶ τὰ συμβόλαια ib. 1321b13; of a general going his rounds, Th.6.67, X.Cyr.5.3.59; visit the wounded, αὐτόπτης ἐ. ib.5.4.18; δαῖτα ἐποψόμενος attend it, Pi.O.8.52 (s. v.l.):— [voice] Pass., of insane persons,δοκοῦσιν ὑπό τινων μειζόνων ἐφορᾶσθαι δυνάμεων Paul.Aeg.3.14
.2 look upon, behold,ἐποψόμενος Τιτυόν Od.7.324
; ἕκαστα τῶν συγγραμμάτων inspect them, Hdt.1.48: freq. c. part.,ἐπόψεαι.. φεύγοντας Il.14.145
;κτεινομένους μνηστῆρας Od.20.233
;ἐπορᾷ μιν ἐξιόντα Hdt.1.10
;ἐ. τοὺς φίλους εὐδαίμονας γενομένους X. Cyr.8.7.7
, etc.; cf. ἐπεῖδον: esp. of evils.ἐποψόμενος Κακοΐλιον Od. 19.260
, al.; ;τὰ μέλλοντ' οὐδεὶς ἐ. S.Tr. 1270
(anap.), cf. Ar.Th. 1048 (lyr.):—[voice] Pass., ὅσον ἐφεω ρᾶτο τῆς νήσου as much of it as was in view, Th.3.104.
См. также в других словарях:
Τιτυόν — Τιτυός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TITYUS — Iovis filius ex Elara Orchomeni filia, quam cum Iuppiter compressislet, gravidamque reddidislet, veritus Iunonis indignationem, inter terrae viscera eam occoltavit; instante vero legitimô partus tempore, Elara mirae magnitudinis puerum enixa est … Hofmann J. Lexicon universale
θηρεύω — (ΑΜ θηρεύω) 1. κυνηγώ, ασχολούμαι με το κυνήγι 2. μτφ. επιδιώκω, καταδιώκω, επιζητώ, γυρεύω να... («θηρεύειν κερδέων μέτρον», Πίνδ.) αρχ. 1. δελεάζω, προσελκύω 2. συλλαμβάνω 3. πλήττω («Τιτυόν βέλος θήρευσε», Πίνδ.) 4. (για τα χέρια ανθρώπου που… … Dictionary of Greek